Ξεκίνημα μιας τυπικής εργάσιμης ημέρας μου πριν από κάμποσα χρόνια, ίσως 10, ίσως 15. Πρωί, ώρα 7:15 περίπου. Ο ηλεκτρικός από Πειραιά φτάνει στην Ομόνοια. Σηκώνομαι από τη θέση μου (καθώς επιβιβάζομαι στον Πειραιά, βρίσκω πάντα θέση και εκμεταλλεύομαι τον χρόνο της διαδρομής για να διαβάσω την εφημερίδα μου) χωρίς βιασύνη, μιας και σχεδόν αδειάζει το βαγόνι στην Ομόνοια, και με χίλιες σκέψεις στο μυαλό (δουλειά, οικογένεια, κοινωνία) προχωρώ προς την έξοδο, από τους τελευταίους που αποβιβάζονται, κατά τη συνήθειά μου. Βρίσκομαι ακόμη στον διάδρομο μεταξύ των καθισμάτων, όταν ένας αγενέστατος μεσήλικας, που μπήκε από την Ομόνοια, με σκουντάει, με σπρώχνει, με τσαλακώνει, με πατάει, και μόνο από πάνω μου δεν περνάει. Εγώ, χωρίς διάθεση να καβγαδίσω μαζί του ή να του κάνω παρατήρηση (όχι γιατί δεν του άξιζε, ούτε θα το μετάνοιωνα αν το είχα κάνει, αλλά εξακολουθούσα μάλλον να είμαι βυθισμένος στις σκέψεις μου, φευγάτος ακόμη, και πού ν' ανάψουν τα αίματα
), χωρίς να το καταλάβω, σαν να έβγαζα ένα, ας πούμε, επιφώνημα πόνου που με πάτησε, εντελώς ενστικτωδώς ξεστομίζω, χωρίς οργή αλλά με έκπληξη κι απορία, σχεδόν μες στ' αφτί του: «Κοίτα, ρε, τον γάιδαρο!». Συνήλθα αμέσως, προσγειώθηκα απότομα στην πραγματικότητα, δαγκώθηκα και ντράπηκα, αλλά και θύμωσα με τον εαυτό μου που έχασα τον έλεγχο των πράξεών μου (αν ήθελα να τον επιπλήξω για την αγένειά του θα ήμουν σκληρότερος, αλλά δεν θα έβριζα!). Κι η απάντηση του ανθρωπαρίου; Αχ, δεν φεύγει από το μυαλό μου αυτή η εικόνα: Χαμογελάει με το χαμόγελο ικανοποίησης του πονήρακλα που τα κατάφερε και με μια απαξιωτική χειρονομία (διαγράφοντας αόριστα έναν κύκλο με την άκρη του χεριού του, σαν να έλεγε «καλά τώρα!») στρογγυλοκάθεται στη θέση, αυτή που εφόρμησε να πιάσει, και λέει σέρνοντας τις συλλαβές (το χαμόγελο εξακολουθεί): «Ποιος γάιδαρος
»! (Εννοούσε δηλαδή: «Ωχ, καημένε! Κάθησα εγώ; Τώρα τι λες εσύ
»). Εγώ έμεινα άναυδος. Τον κοίταζα και δεν πίστευα στα μάτια μου, ότι δεν είχε γαϊδουρινά αφτιά· «πώς είναι δυνατόν;» αναρωτιώμουνα. Βγήκα απ' το τραίνο χωρίς να κοιτάζω εμπρός μου, αλλά έχοντας στραμμένο το κεφάλι μου και καρφωμένο το βλέμμα μου στον «ποιος γάιδαρος
». Κι όταν βρέθηκα στην αποβάθρα, δεν κατευθύνθηκα προς την έξοδο, αλλά στάθηκα μπροστά στο παράθυρο, απ' όπου εξακολούθησα, μέχρι που έφυγε το τρένο, να κοιτάζω αυτό το "πράγμα" που είχε καταπιεί την προσβολή που του έγινε, διότι δεν επεδίωξε ποτέ του να είναι αξιοπρεπής· επεδίωκε να έχει τη θεσούλα του, τη βολή του, έστω κι αν γι' αυτό είχε χρειαστεί ν' αποβάλει την ανθρώπινη ουσία του