Δευτέρα, Απριλίου 30, 2007

ΠΡΟΣΧΕΔΙΟ ΤΟΥ "ΔΙ' ΕΥΧΩΝ"

Δεν μένω ανενεργός. Πώς θα γινόταν, άλλωστε! Λοιπόν, σε συνέχεια της ιστογραφής της 22ας Μαρτίου 2007 με τίτλο ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟ "ΔΙ' ΕΥΧΩΝ", ιδού ένα πρώτο προσχέδιο του "ΔΙ' ΕΥΧΩΝ":

    Δι' αρών κατ' αγρίων εμπόρων υμών,
    κύριος παντού ελθέ ο θυμός,
    κατούρησον και χέσον αυτούς. Αμήν.

Το τελικό κείμενο, όπως έχω προαναγγείλει, θα διατυπωθεί στις 31 Μαΐου 2007. Πώς ακριβώς θα διαμορφωθεί, θα εξαρτηθεί από το μέγεθος του… θυμού!

Κυριακή, Απριλίου 29, 2007

Τ' ΕΙΧΕΣ, ΓΙΑΝΝΗ; Τ' ΕΙΧΑ ΠΑΝΤΑ...


Η παροιμία που θέλει τον Γιάννη να καίγεται προκειμένου κατόπιν να τον αλείφουν τον φουκαρά με μέλι είναι σημαδιακή ή —επί το επιστημονικότερον— έχει προφανή σημειολογική αξία· ο έρμος ο Γιάννης, ως γνωστόν, πάντα καίγεται… Αυτό το ξέρετε δα! Επομένως, μάλλον δεν θα είχατε αγωνία για την έκβαση της συνεδρίασης του Συμβουλίου Εγκαυμάτων Δευτέρου Βαθμού που πραγματεύεται η ιστογραφή μου της 24ης Απριλίου 2007. Κρινόμενος σ' ένα Συμβούλιο Εγκαυμάτων (οποιουδήποτε βαθμού) είναι πάντα ο ταλαίπωρος ο Γιάννης. Κι αυτό γνωστό και βέβαιο, πέραν πάσης αμφισβήτησης. Εκείνο που "παίζεται" είναι το… μέλι· αν, δηλαδή, διατίθεται εκάστοτε ή όχι προς ανακούφισιν του κα(η)μένου Γιάννη… Διαβάστε, λοιπόν, πώς ό,τι έγινε στο Συμβούλιο Εγκαυμάτων Δευτέρου Βαθμού επιβεβαίωσε άλλη μία φορά των ανωτέρω λόγων το ασφαλές.

Ο εγκαυματίας πρώτου βαθμού (ο υποφαινόμενος, δηλαδή ο Γιάννης που λέγαμε) γλύτωσε μεν προς το παρόν το έγκαυμα δευτέρου βαθμού, αλλά οι υποκρινόμενοι τους κριτές ανάλγητοι καρεκλοκένταυροι του Συμβουλίου Εγκαυμάτων Δευτέρου Βαθμού (κάτι μεταξύ Νέρωνα και κοπρόσκυλου) είναι εφευρετικοί σε σατανικό βαθμό! Το διεστραμμένο μυαλό τους επινόησε να αφήσει τον εγκαυματία να σιγοψήνεται επί ένα εξάμηνο ακόμη, κρίνοντας προφανώς ότι δεν απέδωσε τα αναμενόμενα το σιγοψήσιμο στο οποίο τον υποβάλλουν επί δύο χρόνια ήδη! Έτσι, λοιπόν, τάχα αφυπνίστηκαν ξαφνικά(;), ύστερα από δύο χρόνια σιγοψησίματος του εγκαυματία πρώτου βαθμού, και είπαν (περίπου): «Τούτη την Άνοιξη, ραγιάδες, ραγιάδες… Δεν αναθερμαίνουμε την υπόθεση εκείνου του Γιάννη που τον έχουμε δύο χρόνια τώρα στο σιγοψήσιμο; Ε, και μαζί με την υπόθεση, αναθερμαίνουμε και τον ίδιο!» Ίσως "είδαν" κιόλας ότι κι άλλοι πυρομανείς (ένα όρνιο και μια αρκούδα) κινήθηκαν συγχρονισμένα προς την ίδια κατεύθυνση (στην Αφήνα και στη Θλίβα, αντιστοίχως) και σκέφτηκαν ότι δεν πρέπει αυτοί να υστερήσουν. Ίσως, λέω, διότι… ποιος ξέρει; (Έλα μου ντε!) «Εξάλλου, συνέχισαν, τι έχουμε μεις να φοβηθούμε; Μήπως δεν είμαστε εμείς οι απόλυτοι κυρίαρχοι του παιχνιδιού; Θέλουμε να τον περιποιηθούμε τον Γιαννάκη μας και να του προξενήσουμε ένα εγκαυματάκι δευτέρου βαθμού; Μπορούμε! Θέλουμε να του αλείψουμε με μέλι το πρώτου βαθμού έγκαυμά του; Γι' αυτό είμαστε εδώ εμείς! Θέλουμε να παρατείνουμε το σιγοψήσιμό του; Κι αυτό στο χέρι μας είναι!»

Μ' αυτές τις σκέψεις, λοιπόν, το Συμβούλιο Εγκαυμάτων Δευτέρου Βαθμού όρισε για τις 17 Απριλίου 2007 τη συνεδρίασή του για τη λήψη της σχετικής απόφασης. Την εισήγηση την ανέθεσε σε διακεκριμένο μέλος του, με μεγάλη… εμπυρία.

Έτσι φτάσαμε στην ημέρα της κρίσης, κατά την οποία το Συμβούλιο ισχυριζόταν —για να προτάξει της πυράς ένα προπέτασμα καπνού— ότι θα κρινόταν ο Γιάννης, αλλά εμείς δεν είμαστε τόσο ανόητοι, ώστε να μην αντιλαμβανόμαστε ότι το Συμβούλιο θα κρινόταν και όχι ο Γιάννης. Μάλιστα, το Συμβούλιο θα κρινόταν και από τον Γιάννη, όπως και απ' όλους μας. Ο εισηγητής, ως διακεκριμένο μέλος, προετοιμάστηκε όπως έπρεπε. Δηλαδή, ακολουθώντας τις επιταγές της κοπροσκύλειας φύσης του, απέφυγε επιμελώς να σπαταλήσει τις πολύτιμες δυνάμεις του (Θεός φυλάξοι!) για τη μελέτη της υπόθεσης και τη σύνταξη εισήγησης. Ταυτόχρονα, μη λησμονώντας τη Νερώνεια φύση του, δεν δυσκολεύτηκε να καταλήξει χωρίς κόπο στην προσήκουσα πρόταση. Εμφανίστηκε, λοιπόν, ο εν λόγω διακεκριμένος στο Συμβούλιο των καρεκλοκένταυρων σεινάμενος και κουνάμενος, χωρίς φακέλους, χωρίς εισήγηση, και μούγκρισε:

Κύριοι συνάδελφοι, προτείνω να συνεχιστεί το σιγοψήσιμο του Γιάννη για μερικά χρόνια ακόμη, μέχρις ότου το φαρμακείο "ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ", στο οποίο έχει προσφύγει ο Γιάννης ζητώντας καταπραϋντική αλοιφή για το πρώτου βαθμού έγκαυμά του, αποφανθεί τελεσίδικα κατά πόσο θα ικανοποιήσει ή όχι το αίτημά του.

—Να σας πληροφορήσω, κύριοι καρεκλοκένταυροι, ότι το ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ έχει ήδη αποφανθεί τελεσίδικα· έχει απορρίψει το αίτημά μου
, αντιτείνει ο Γιάννης, μη μπορώντας να κρύψει την αγανάκτησή του για το εφεύρημα του κοπρόσκυλου–Νέρωνα.

Γκρμχα μπρλιούκ βλγκαγκί γιαρμπρν, αρχίζει να αυτοσχεδιάζει απτόητος ο διακεκριμένος. Πγιορφν μπλχ, έεεχμμ, βέβαια, οπωσδήποτε χρειάζεται το σιγοψήσιμο για λίγα χρόνια ακόμη, κύριοι καρεκλοκένταυροι, διότι ο Γιάννης (είναι σκληρός, ήθελε να πει, αλλά…) ισχυρίζεται ότι παραπέμφθηκε στην πυρά του Συμβουλίου Εγκαυμάτων Πρώτου Βαθμού με διάτρητο πόρισμα ΕΔΕ (=Επίορκη Διοικητική Εξέταση). Εμείς, λοιπόν, που δεν είμαστε όποιοι κι όποιοι, όπως —ας πούμε— οι του Συμβουλίου Πρώτου Βαθμού, εμείς που κοπτόμαστε για τη νομιμότητα, που κάνουμε παστρικιές δουλειές, εμείς, λέγω, πρέπει να διενεργήσουμε τη δική μας εξέταση, τη δική μας ανάκριση —μαλλιά να 'χουμε να ξάνουμε— και μέχρι να τελειώσουμε, ο Γιάννης πρέπει να εξακολουθήσει να σιγοψήνεται —είναι και σκληρός, το είπαμε; (Δεν το είπες, το 'χες στο μυαλό σου, κυρ–καρεκλοκένταυρε. Τώρα δα σου ξέφυγε.)

Το τι επακολούθησε, είναι δύσκολο να περιγραφεί. Φωτιά πήρε η συνεδρίαση, πράγμα ίσως όχι εντελώς απροσδόκητο, διότι ο εκάστοτε Γιάννης που προσάγεται ενώπιον της πυράς του Συμβουλίου (Δευτέρου Βαθμού, παρακαλώ, μη σας διαφεύγει) δεν είναι πάντα ραγιάς, οπωσδήποτε όμως μια τέτοια εξέλιξη ήταν φανερό πως τουλάχιστον ξεβόλευε και στενοχωρούσε τους καρεκλοκένταυρους. Άλλη φωτιά περίμεναν —μακριά νυχτωμένοι— για να χαρούν, και άλλη έβλεπαν τώρα μπροστά τους να ανάβει και να τους ζορίζει. Ιδού, λοιπόν, τι έγινε:

Εκτός από τον διακεκριμένο εισηγητή, στους υπόλοιπους έξι καρεκλοκένταυρους του Συμβουλίου υπερίσχυσε η κοπροσκύλεια φύση τους. Παρέμειναν οκνηροί, παθητικοί θεατές μονάχα, χωρίς καμία διάθεση να λάβουν θέση ή κάπως να αντιδράσουν στην κόντρα μεταξύ του διακεκριμένου εισηγητή και του "κρινόμενου" —που λέει ο (του Συμβουλίου) λόγος— Γιάννη. Αλλά όσον αφορά τον εισηγητή, τα πράγματα ήσαν διαφορετικά. Το μεν κοπρόσκυλο που έκρυβε μέσα του αφυπνίστηκε σαν να του πάτησαν το ποδάρι εκεί που κοιμόταν, κι άρχισε αλαφιασμένο να γαυγίζει και να δαγκώνει, η δε Νερώνεια πλευρά του χαρακτήρα του ταράχτηκε σφόδρα προ του ενδεχομένου να ξεγλιστρήσει ο Γιάννης από τον πύρινο κλοιό που του 'χε στημένο. Διότι πράγματι ο Γιάννης φαινόταν ικανός να πετύχει μια τέτοια εξέλιξη, κι αυτό ήταν απρόσμενο για το κοπρόσκυλο–Νέρωνα. Ο Γιάννης ήταν φανερό ότι είχε το δίκιο με το μέρος του. Επίσης ήταν φανερό πως δεν θα κατέθετε εύκολα τα όπλα, παρά θα πολεμούσε με νύχια και με δόντια τους διώκτες του. Δεν θα ήταν εύκολο θήραμα για λόγου τους. Μάλιστα, φρόντισε αυτό να το κάνει σαφές στους καρεκλοκένταυρους, ήδη από την πρώτη στιγμή. Και τώρα, με βροντερή φωνή, με ζωηρές χειρονομίες, με αυστηρό ύφος, μάτια αστραφτερά, φλέβες πρησμένες, έντονα εκφραστικός, οργισμένος και αποφασισμένος, υπερασπιζόταν το δίκιο· όχι το δικό του δίκιο, αλλά ΤΟ ΔΙΚΙΟ. Αν κάποιος Γιάννης συμβεί καμιά φορά να καεί, έστω και άδικα, μικρό το κακό, σκεφτόταν. Αν όμως ο κάθε Γιάννης που θα τολμήσει, υπακούοντας στη φωνή της συνείδησής του και υπερασπιζόμενος το δημόσιο συμφέρον, να εναντιωθεί σε κάποιον μεγαλοεπιχειρηματία, κινδυνεύει να βρεθεί αντιμέτωπος με θεούς και δαίμονες, είτε ανίκανους είτε υποχείριους του μεγαλοεπιχειρηματία, που περιμένουν να τον περιλάβουν και να τον περιποιηθούν κατάλληλα μέχρι να πετύχουν την ολική εξόντωσή του, τότε πρόκειται για τεράστιο κακό, για συμφορά, για τραγωδία· τότε πρόκειται για παρακμιακό φαινόμενο σε επίπεδο επικράτειας. Όπου, όπως αντιλαμβάνεσθε, οι θεοί και οι δαίμονες κάθε άλλο παρά μεταφυσικές οντότητες είναι. Είναι κρατικές Αρχές, ως Υπουλεία, Υπαργία, Αρπαγεία, Απραγεία, Υφαρπαγεία, Διχαστήρια, Πειθαρχημένα Συμβούλια, Πτώματα (τυμπανιαία λόγω προχωρημένης σήψης) Επιθεωρητών κ.λπ., αλλά και φυσικά (ή παρά φύσιν) πρόσωπα. Τι συμβαίνει, λοιπόν; Πράγματι η αδικία κανοναρχεί τη ζωή όλων μας; Πράγματι το Συμβούλιο αυτό, είτε από ανικανότητα είτε από σκοπιμότητα, θα διολισθήσει σε μια στάση και αντίστοιχη απόφαση που θα περνάει το χυδαίο όσο και καταστροφικό, διαλυτικό μήνυμα: «Ο κρατικός λειτουργός τιμωρείται για την τιμιότητά του, αμείβεται για την καπατσοσύνη του»; Αυτά σκεφτόταν ο Γιάννης και φούντωνε. Μαστίγωνε την αδικία με πνεύμα ανυπότακτο και μυαλό κοφτερό:

—Προς τι ανάκριση, κύριοι καρεκλοκένταυροι; Ανάκριση γίνεται προκειμένου να έλθουν στο φως, να γίνουν γνωστά τα πραγματικά περιστατικά που ενδιαφέρουν μια υπόθεση. Εν προκειμένω, στην παρούσα υπόθεση, ποιο είναι αυτό που δεν γνωρίζετε; Όλα τα πραγματικά περιστατικά τα έχετε στα χέρια σας. Εξάλλου η υπόθεση είναι απλή. Δεν πρόκειται, ας πούμε, για μια υπόθεση βιασμού ανηλίκου ή φόνου ή δωροδοκίας, στην οποία είναι σύνηθες να υπάρχουν πλήθος στοιχείων που πρέπει να διερευνηθούν. Εδώ έχουμε κατηγορίες που αφορούν τις ενέργειες του εγκαλούμενου κα(η)μένου Γιάννη ως μέλους επιτροπών συγκεκριμένων διαγωνισμών. Και οι ενέργειες αυτές δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι θέσεις που διατύπωσε εγγράφως στα επίσημα πρακτικά των επιτροπών. Τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο. Έχετε τους φακέλλους των επίμαχων διαγωνισμών και τα πρακτικά. Τι άλλο αναζητείτε; Τι σας λείπει; Τι περιμένετε να μάθετε από την ανάκριση; Απολύτως τίποτε περισσότερο απ' ότι ήδη έχετε. Άρα γιατί θα κάνετε ανάκριση; Με ποιο αντικείμενο και για ποιο σκοπό; Για να αφήσετε την υπόθεση να σέρνεται; Ποιος βγαίνει κερδισμένος από μια τέτοια διαδικασία; Προφανώς, ουδόλως η αλήθεια και η απονομή δικαιοσύνης. Ο μόνος κερδισμένος είναι ο λασπολόγος κατήγορος του Γιάννη επιχειρηματίας. Και ο Γιάννης εξακολουθεί να σηκώνει τον σταυρό του μαρτυρίου του. Δεν αντιλαμβάνεστε ποιο μήνυμα περνάτε; Αυτό θέλετε;

Ε, τι να απαντήσει το κοπρόσκυλο–Νέρωνας σ' αυτόν τον καταιγισμό ερωτημάτων και τι να αντιπαραθέσει σε μια τέτοια λογικά ατράνταχτη επιχειρηματολογία;

—Γρλιουπ μπρμφν ρντοσβγκ, γρύλλισε, ξεροκατάπιε. Αλλ' ωστόσο θυμήθηκε πως δεν πρέπει να κωλώνει. Τι διάβολo! Την αξιοπρέπεια, αν ποτέ είχε ίχνος από δαύτη, την έχει προ πολλού χεσμένη. Τον κώλο του, μούρη του τον έχει καμωμένο. Γιατί επομένως να κωλώνει; Συνέρχεται, λοιπόν, και αρθρώνει λόγο ταιριαστό με το ποιόν του, πίσω από το ανθρώπινο προσωπείο του:

—Και τι σας πειράζει εσάς η ανάκριση; (Μέχρις εδώ, δεν προχωράει παραπέρα. Άραγε απλώς δεν τολμά, φοβούμενος την αντίδραση του Γιάννη, ή επίτηδες αφήνει να αιωρείται το αισχρό υπονοούμενο αντί να το εκστομίσει και να δώσει έτσι τη δυνατότητα στον Γιάννη να το αντικρούσει;) Δικαίωμά μας(!) είναι.

Μ' αυτά και μ' αυτά, το Συμβούλιο κατέληξε στη μόνη απόφαση για την οποία ήταν ικανό, με βάση, αφενός, τα δεδομένα της συζήτησης της υπόθεσης και, αφετέρου, την αναλγησία του: Να συνεχιστεί η συνεδρίαση την επόμενη εβδομάδα, στις 24 Απριλίου, για να παρθεί τότε απόφαση.

Ο Γιάννης έφυγε νιώθοντας αποστροφή κι αηδία. Πιο κενός απ' όσο όταν προσερχόταν στο Συμβούλιο. Δεν έτρεφε, βέβαια, την ψευδαίσθηση ότι η 24η Απριλίου θα ήταν μια διαφορετική, καλύτερη μέρα…

Και όντως. Ήταν τρισχειρότερη. Το διακεκριμένο κοπρόσκυλο–Νέρωνας στάθηκε στο ύψος του ξανά στις 24 Απριλίου. Τέτοιο ύψος, που διέψευσε ακόμα και όποιον ενδεχομένως πίστεψε πως ούτε αυτός ο διακεκριμένος θα μπορούσε ποτέ να φτάσει χαμηλότερα. Εμφανίστηκε πάλι σεινάμενος και κουνάμενος, χωρίς γραπτή εισήγηση, χωρίς χαρτιά. Ξανά μανά τα ίδια· πρότεινε ο αθεόφοβος να αναβληθεί η εξέταση της… φοβερής και τρομερής αυτής υπόθεσης, συνακόλουθα και η λήψη απόφασης (για το έγκαυμα του Γιάννη), προκειμένου να προηγηθεί ανακριτική διαδικασία (παράταση στο σιγοψήσιμο)! Τέτοια αναίδεια και θρασύτητα δεν μπόρεσαν να την αντέξουν ούτε οι υπόλοιποι καρεκλοκένταυροι —οι μη διακεκριμένοι. Κάτι ψέλλισαν, να συζητηθεί η υπόθεση χωρίς να γίνει η (περιττή) ανακριτική διαδικασία. Και τότε το διακεκριμένο κοπρόσκυλο–Νέρωνας έδωσε ρέστα:

—Δεν είμαι έτοιμος, είπε. Δεν έχω μελετήσει την υπόθεση. Χρειάζομαι μερικούς μήνες γι' αυτό, δεδομένου ότι είμαι κοπρόσκυλο ολκής. Ας σιγοψηθεί μερικούς μήνες ακόμα ο Γιάννης, τι πειράζει;

Το Συμβούλιο, κι αυτή τη φορά, τελικά πήρε την απόφαση εκείνη για την οποία ήταν ικανό: Συζήτηση επί της ουσίας, χωρίς προηγούμενη ανακριτική διαδικασία, στις… 30 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να δοθεί ο απαραίτητος(!) χρόνος στο διακεκριμένο κοπρόσκυλο–Νέρωνα να μελετήσει την υπόθεση και να εισηγηθεί τι έγκαυμα δευτέρου βαθμού (εκτεταμένο, περιορισμένο, σε ποιο μέρος του σώματος κ.λπ.) πρέπει να προξενηθεί στον Γιάννη. Μέχρι τότε… τ' είχες, Γιάννη; Τ' είχα πάντα… Σιγοψήσου, Γιαννάκη, ήσυχα. Αγογγύστως και αδιαμαρτυρήτως.

Μπα! Δεν νομίζω ότι θα γίνει έτσι. Ο Γιάννης, αν και καμένος, ραγιάς δεν γίνεται!

    Μα 'γώ δεν ζω γονατιστός,
    είμαι της Σταματίνας γυιος.
    Τι κι αν μ' ανοίγουνε πληγές,
    εγώ αντέχω τις φωτιές.

Άντε γεια σας, κοπρόσκυλα–Νέρωνες!

Γεια σου και σένανε, Νικήτα!

    Υ.Γ.: Δύο από τους καρεκλοκένταυρους του Συμβουλίου ήσαν εκπρόσωποι της ΑΔΕΔΥ (μάλλον ΑΔΕΝΔΕΙ = ἃ δεν δεῖ = όσα δεν πρέπει), τρομάρα τους (των εργαζομένων)! Αλλά αυτούς θα τους "περιποιηθώ" άλλη φορά, ιδιαιτέρως και όπως τους αξίζει…

Τρίτη, Απριλίου 24, 2007

ΤΙ ΘΑ ΓΙΝΕΙ, ΑΡΑΓΕ;

Τι θα γενεί, τι θα γενεί,
ποιος θα πονεί, ποιος θα πονεί,
μανούλα μου…

«Μπαμπά μου, τι έχεις;» ρωτάει η κόρη μου. Από κοντά και η καλή γυναικούλα μου: «Τι σ' απασχολεί, αγάπη μου;» Ήξερα ότι αν απαντούσα «Τίποτα» καμία τους δεν θα έπειθα, αλλά το έκανα· όχι για να τις ξεγελάσω, ασφαλώς, αλλά διότι γνώριζα ότι με τις ερωτήσεις τους ήθελαν πριν απ' όλα να υποδηλώσουν ότι βρίσκονται δίπλα μου, ενδιαφέρονται για μένα και με στηρίζουν. Ήξερα ακόμη ότι όσο ήθελαν να ξεδίπλωνα τις σκέψεις μου και να τις μοιραζόμουνα μαζί τους άλλο τόσο ήσαν έτοιμες να σεβαστούν τη σιωπή μου, και ότι άφηναν εμένα να επιλέξω. Εξάλλου, μήπως δεν ήξεραν τι σκέπτομαι; Τόσες και τόσες φορές πια τα τελευταία χρόνια, μετά την επιδρομή του Αλάριχου, τα 'χουμε πει και ξαναπεί… Διχογνωμία δεν έχει υπάρξει ανάμεσά μας. Και ξέρουμε πολύ καλά να εκτιμάμε πότε το 'χουμε ανάγκη να κουβεντιάσουμε και πότε μάς είναι πιο πολύτιμη η σιωπή αναμεταξύ μας, όταν φτάνει μια ματιά να τα πει όλα με τον καλύτερο τρόπο.

Όμως, αγαπημένες μου, αφού σας καληνύχτησα κι έμεινα μόνος μου μπροστά στον εξομολογητή μου (Intel inside), ακούστε με τι έχω να σας πω· ακούστε με τι δεν σας είπα. Ναι, είναι ό,τι ακριβώς έχετε μαντέψει!

Αύριο το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό (τ.έ. πειθαρχημένο;) Συμβούλιο (σαν έγκαυμα δευτέρου βαθμού —το πρώτου βαθμού έγκαυμα το 'χω ήδη υποστεί) κρίνει την τιμιότητά του, αλλά δεν τολμάει να το ομολογήσει και αντίς γι' αυτό λέει —άκουσον, άκουσον!— ότι κρίνει τάχατες την τιμιότητά μου! Πράγματι, πιστέψτε με, το ζήτημα που θα απασχολήσει το Συμβούλιο δεν είναι προσωπικό. Εγώ, εξάλλου, ό,τι ήταν να πάθω το 'χω ήδη πάθει. Τι χειρότερο να πάθω, από τη στιγμή που έχω αναγκαστεί να διαγράψω οριστικά και αμετάκλητα τριάντα χρόνια καριέρας, επειδή κάποιοι προδότες και ελεεινοί άνοιξαν διάπλατα τις πόρτες για να περάσει ο βάρβαρος επιδρομέας, περιβεβλημένος το σχήμα επιχειρηματία; Το ζήτημα, επαναλαμβάνω, δεν είναι ούτε υπήρξε ποτέ προσωπικό. Είναι ζήτημα που αφορά όλους μας. Είναι ένα τεράστιο ζήτημα ηθικής, αλλά και έννομης τάξης. Πρόκειται για το μείζον ζήτημα κατά πόσον υπάρχει Δικαιοσύνη! Μέχρι τώρα η εμπειρία μου επ' αυτού είναι απογοητευτική. Έχω διαπιστώσει ότι η Δικαιοσύνη είναι υποχείρια του Αλάριχου. Δυστυχώς…

Τι θα γίνει, λοιπόν, αύριο;

Ίδωμεν. Κοντός ψαλμός, αλληλούια. Ες αύριον…

Παρασκευή, Απριλίου 20, 2007

Ο ΠΟΥΣΤΗΣ ΓΑΪΔΑΡΟΣ

Κάποτε ένας χωρικός ήθελε ν’ αποκτήσει έναν γάιδαρο για τις δουλειές του. Μόλις λοιπόν πληροφορήθηκε ότι ένας συγχωριανός του είχε ένα γαϊδούρι για πούλημα, έτρεξε για να δει αν του κάνει να το αγοράσει. Πραγματικά, εξετάζοντας το ζωντανό, έμεινε ικανοποιημένος. Ρώτησε λοιπόν τον ιδιοκτήτη του για την τιμή του. Αλλά εκείνος, χαμηλώνοντας το βλέμμα του, σχεδόν με συστολή του είπε:
—Ξέρεις, πριν σου πω την τιμή, πρέπει να σου εκμυστηρευτώ κάτι: Ο γάιδαρος αυτός είναι πούστης!
—Τι έκανε λέει; ρωτάει εμβρόντητος, μη πιστεύοντας στ’ αφτιά του ο αγαθός χωρικός.
—Αυτό που άκουσες, συνεχίζει σχεδόν περίλυπος ο ιδιοκτήτης του γαϊδάρου, σαν να αναγνώριζε μερίδιο δικής του ευθύνης ή συνενοχής για το κουσούρι του ζώου του. Ο γάιδαρος είναι πούστης…
—Ε, καλά! απαντάει ο χωρικός, έχοντας προφανώς ξεπεράσει το αρχικό του ξάφνιασμα από την απροσδόκητη… “αποκάλυψη” και, βέβαια, μη βρίσκοντας κανένα νόημα σε μια τέτοια συζήτηση γύρω από τις σεξουαλικές ιδιαιτερότητες του γαϊδάρου. Κι εμένα τί με κόφτει τί κάνει ο γάιδαρος;
—Δεν ξέρω, εγώ είχα υποχρέωση να στο πω… σχεδόν ψελλίζει το αφεντικό του ζώου, σηκώνοντας τάχα με αδιαφορία τους ώμους του, στην πραγματικότητα όμως προσπαθώντας να κρύψει την ικανοποίησή του για το ό,τι ξεπεράστηκε τόσο εύκολα και ανώδυνα το μειονέκτημα του ζώου.
—Πες μου πόσο κάνει, επανέρχεται αποφασιστικός ο αγοραστής.
—Τόσο…
—Εντάξει, έγινε!
Ευχαριστημένος ο χωρικός, καβάλησε στο γαϊδούρι που μόλις απόκτησε και γύρισε στο κονάκι του.
Την επόμενη μέρα πήγε με το γαϊδούρι στο χωράφι του. Μάζεψε τη συγκομιδή της ημέρας, πατάτες, λάχανα, τομάτες, μελιτζάνες, χόρτα, μια καλή ζαλιά, κι αρχίνησε το φόρτωμα. Το ζώο, υπομονετικό και υπάκουο, δεχόταν αδιαμαρτύρητα το βαρύ φορτίο. Όμως, μόλις ο χωρικός τελείωσε, ο γάιδαρος άρχισε να τσινάει σαν δαιμονισμένος και πέταξε όλο το φορτίο χάμω. Ο αγαθός χωρικός απόρησε. Καλοπροαίρετα υπέθεσε ότι ίσως κάποια κακιά μύγα να τσίμπησε το ζώο και δικαιολογημένα αυτό αφήνιασε. Φτου κι απ’ την αρχή, λοιπόν, ξαναφόρτωσε το ζώο. Πάνω που τελείωσε όμως το φόρτωμα, πάλι τα ίδια. Κλοτσιές και τσινιές του γαϊδάρου, κι όλα τα πράγματα ξανά καταγής. Κι αυτό επαναλήφθηκε και πάλι και πάλι…
Απαυδημένος ο χωρικός, μια και δυο κινάει με το γαϊδούρι και πάει στον συγχωριανό του που του τον πούλησε για να διαμαρτυρηθεί.
—Ρε πατριώτη, πιο ανάποδο ζώο από τούτο εδώ που μου πάσαρες δεν μου έχει ξανατύχει. Δεν υποφέρεται. Το και το μου έκανε… Και ο δύστυχος βάλθηκε να εξιστορεί τον μπελά που τον βρήκε με τον γάιδαρο που αγόρασε.
Και τότε έρχεται αφοπλιστική η απάντηση από τον πρώην ιδιοκτήτη:
—Έεεε! Από πούστη γάιδαρο τί περιμένεις;

ΕΠΙΜΕΤΡΟ: Αν η τύχη (ή η ατυχία) σάς φέρει αντιμέτωπους με τον πούστη γάιδαρο, μη σας διαφύγει πώς πρέπει να τον προσφωνήσετε: «Καλημέρα σας, κύριε δήμαρχε!»

Πέμπτη, Απριλίου 19, 2007

ΨΥΧΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ: ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΤΙΔΑ

Η εισαγγελίτιδα είναι ιδιάζουσας μορφής επαγγελματική ασθένεια, εξελισσόμενη συνήθως σε χρόνια, αλλά συνοδευόμενη επίσης ενίοτε από οξείες εξάρσεις, αναλόγως των εκάστοτε εξωγενών ερεθισμών, δυσίατη, αν όχι ανίατη. Προσβάλλει ιδίως τους εισαγγελείς και τους εισαγγελίζοντες και κατατάσσεται στις συμπλεγματικής αιτιολογίας ψυχικές διαταραχές. Η αντιμετώπισή της επαφίεται στον… υποφέροντα από τις εκδηλώσεις του πάσχοντος εκ της νόσου, είναι κατά κανόνα συμπτωματική και προσαρμόζεται κατά περίπτωση, αναλόγως της ιδιοσυγκρασίας του πάσχοντος, αφενός, και του —κατά τα ανωτέρω— υποφέροντος, αφετέρου.

Η διάγνωση της νόσου είναι λίαν δυσχερής στις περιπτώσεις κατά τις οποίες αυτή αναπτύσσεται επί υποστρώματος διαπλοκής, συναλλαγής, κουμπαριάς, παπαριάς, νικηταριάς, πουστιάς κ.τ.τ.

Μπρε, μπρε, μπρε!

Τρίτη, Απριλίου 17, 2007

ΣΕ ΠΟΥΛΗΜΕΝΟ ΒΗΜΑ

Στης Θέμιδας τη ρούγα,
στη στράτα την πλατιά,
άσπρην είχες φτερούγα
και γερακιού ματιά.

Μα κάποια νύχτα η μπόχα
σε τύλιξε βαριά.
Πού να θυμάσαι τώρα
τη δίκαιη ζυγαριά;

    ΡΕΦΡΕΝ:
    Σε πουλημένο βήμα
    μούντζες ρίχνω σωρό.
    Δίκιο ζητάει το κρίμα
    κι εγώ θα καρτερώ.


Ψυχρέ μου κορδωμένε,
τιμώρησε σκληρά
τους δύστυχους που λένε
πως τ’ άρπαξες χοντρά.

Χαμένος 'γώ στη ρούγα,
στη στράτα την πλατιά,
ψάχνω ζεστή φτερούγα
κι ανθρώπινη ματιά.

    ΡΕΦΡΕΝ:
    Σε πουλημένο βήμα
    μούντζες ρίχνω σωρό.
    Δίκιο ζητάει το κρίμα
    κι εγώ θα καρτερώ.



Τραγουδιέται στον σκοπό του γνωστού τραγουδιού του Μάνου Χατζηδάκη «Σε πελαγήσιο μνήμα».

Δευτέρα, Απριλίου 16, 2007

ΩΔΗ "ΜΠΡΙ-ΟΖΕΙ-'ΚΕΙ"

Γκρίζο, χοντρό θηρίο
με κέφι και με μπρίο(*)
χορεύει στη σκηνή.

Τι φοβερή αρκούδα,
τι πονηρή μουσούδα
—φαρμάκι και χολή!

Την έχουνε ταΐσει,
την έχουνε ποτίσει
—και δεν το λησμονεί.

Στιγμή καιρό δεν χάνει,
το θύμα της αδράχνει
—να φύγει δεν μπορεί.

Δουλειά καλή να γένει
ο αφέντης περιμένει
—χαιρέκακο σκυλί.

Ω! Τι Δικαιοσύνη!
—Ντροπή και καταισχύνη,
αλί και τρισαλί!


Τραγουδιέται σε σκοπό μανιάτικου μοιρολογιού.
(*) Η τελευταία λέξη (μπρίο) προφέρεται εμφατικά, όπως θα διαβαζόταν με προσωδιακή προφορά το «μπρη ω».

Τρίτη, Απριλίου 03, 2007

ΠΕΡΙ ΟΥΣΙΑΣ...

Μας έφυγε, λοιπόν, ο Αμάρτιος, και τι να του πρωτοθυμηθούμε! Φορτωμένος αμαρτίες ήταν. Ας πάει στον αγύριστο! Τώρα έχουμε ήδη υποδεχτεί —ακολουθώντας την αέναη τάξη των πραγμάτων— τον Αχίλλειο, σαν τη φτέρνα —του Αχιλλέα βεβαίως, αν και… γιατί όχι και σαν τη δική μας; Όλες οι φτέρνες ίδιες είναι, άλλωστε, μηδέ και της του Αχιλλέα εξαιρουμένης! Τρωτές! Μόνο που εμείς είμαστε ολόκληροι φτέρνα· μας λείπει ο… Αχιλλέας! Δεν έχουμε καθόλου από δαύτον! Και πώς να έχουμε, δηλαδή, αφού ο νονός μας, αντί να μας πάει στη Στύγα να μας βαφτίσει και να γίνουμε αθάνατοι, είχε ο δύστυχος (με μας που έμπλεξε) πολύ πιο μετριοπαθείς βλέψεις. Δούλους του θεού μάς προόριζε. Ευτυχώς, δεν το πάθαμε αυτό· ένα… στυγερό έγκλημα αποτράπηκε. Μείναμε ελεύθεροι το φρόνημα, ανυπότακτοι και υψιπέτες. Ταπεινούς θνητούς μάς ήθελε, κι εδώ —δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν είμαι σίγουρος— δεν μπορέσαμε να ξεφύγουμε ολότελα. Προσπαθήσαμε, αλλά έχοντας μείνει στεγνοί από τα κρουσταλένια κρύα νερά της θείας Στύγας, στυγνή διαγραφόταν η μοίρα μας. Πολύ περισσότερο που μας ζούπηξαν μες στο λαδωμένο (μπλιαχ! σαν λίγδα) βραστό νερό της κολυμπήθρας —αμ τι σόι προκοπή να κάνουμε έτσι; Μείναμε λοιπόν τρωτοί, βροτοί, θνητοί, αλλά όλα κι όλα! Την ταπεινότητα την αγαπήσαμε και την ασπαστήκαμε ως αρετή και προτέρημα, αλλά μονάχα έτσι! Όπως ακριβώς κάναμε και με την περηφάνεια και με την υψηλοφροσύνη και με τη φιλοδοξία. Όπως ακριβώς κάναμε επίσης και με την ευθιξία και με την αγωνιστικότητα. Ούτε ριψάσπιδες ούτε αναχωρητές. Οι καλόγεροι ας επικαλεσθούν την "αγιότητά" τους κατά την "ημέρα της κρίσεως" —αυτή που τους έχει γίνει μονομανία— για να δικαιολογήσουν την απουσία τους χάριν του σαρκίου τους (άντε, της ψυχούλας τους) από τους κοινωνικούς αγώνες. Εμείς, αντίθετα, δεν περιμένουμε καμία διακεκριμένη ημέρα ως "ημέρα κρίσεως". Κάθε μέρα και κάθε στιγμή (θέλουμε να) κρινόμαστε και αυτοκρινόμαστε. Δεν επιχειρούμε να δικαιολογήσουμε τις ανθρώπινες αμαρτίες μας και, προπάντων, τα καψαλίσματα της ψυχής μας (και του σώματός μας τις πληγές) από το καμίνι της ζωής όπου θεληματικά και συνειδητά και με αυταπάρνηση ριχτήκαμε δεν τα επικαλούμαστε ως ελαφρυντικό. Αντίθετα, δεν κομπάζουμε γι' αυτά, ενώ και τις αμαρτίες μας καταδικάζουμε και την προσφορά που αποφύγαμε ή παραλείψαμε κατακρίνουμε. Έτσι, μπορούμε να καλωσορίζουμε κάθε χρόνο την ανοιξιάτικη πνοή του Αυριλίου και να πολεμάμε το σκοτάδι του Ανηλίου. Έρωτας είμαστε και στήνουμε Διονυσιακό χορό «με τον ξανθόν Απρίλη».

Τι είπατε; Ότι δεν έχει Νικήτα αυτό το σημείωμά μου; Ε, πώς; Παντού υπάρχει ένας Νικήτας, δεν το 'χετε ακούσει;

Άει στον διάολο, Νικήτα!

Δευτέρα, Απριλίου 02, 2007

ΔΥΟ ΠΑΛΛΑΚΙΔΕΣ ΤΟΥ ΑΪΒΑΛΙ

Δυο παλλακίδες του Αϊβαλί
κάτ' απ' τη στέγη του Μπαλλή,
κάτ' απ' τη στέγη του Μπαλλή παρέα.
Ήτανε και οι δυο σκατά
και βγάλαν τόσα ξερατά
για μιαν υπόθεση πολύ… σπουδαία.

    ΡΕΦΡΕΝ:
    Γράφανε και ξερνούσανε,
    εκδούλευση πουλούσανε… (δις)


Δυο παλλακίδες του Αϊβαλί
ορμήσαν μ' εντολή Μπαλλή
και δεν αφήσαν προσφορά στο ράφι.
Για τη δουλίτσα τους αυτή
μαζέψανε με τον Μπαλλή
έναν ντουρβά ασήμι και χρυσάφι.

    ΡΕΦΡΕΝ:
    Γράφανε και ξερνούσανε,
    εκδούλευση πουλούσανε… (δις)


Τραγουδιέται στον σκοπό του γνωστού τραγουδιού του Απόστολου Καλδάρα «Δυο παλληκάρια απ' τ' Αϊβαλί».