Παρασκευή, Δεκεμβρίου 31, 2010

Κι εφέτος η Πρωτοχρονιά…


Πρωτοχρονιά του 1956. Ο Φώτης Αγγουλές, αυτός ο πηγαίος λαϊκός ποιητής, ο συνειδητοποιημένος προλετάριος, ο συνεπής επαναστάτης, βρίσκεται στη φυλακή, αυτή τη φορά δεσμώτης του μετεμφυλιακού κράτους της μισαλλοδοξίας, όπως χιλιάδες αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, κομμουνιστές, αριστεροί, προοδευτικοί. Φυλακισμένος από το 1948, πρόκειται ν' αποφυλακιστεί το 1956, έχοντας εκτίσει τα 2/3 της ποινής του. Προηγουμένως, το 1944, όταν πολεμούσε τον φασισμό μέσα από τις τάξεις του ελληνικού στρατού της Μέσης Ανατολής, είχε γνωρίσει τις "περιποιήσεις" των άγγλων συμμάχων (διάβαζε επίδοξων επικυρίαρχων, διαδόχων του κατακτητή): εξορία, φυλακή, απομόνωση, εκτόπιση. Η ποιητική δημιουργία του Φώτη Αγγουλέ στα χρόνια της φυλακής αποτελεί ένα ξεχωριστό κεφάλαιο του έργου που μας κληροδότησε. Ένα από τα ποιήματα της φυλακής είναι κι αυτό που παραθέτω εδώ, το «Πρωτοχρονιά 1956», μελοποιημένο από τον Θωμά Μπακαλάκο (ανήκει στην εξαιρετική συλλογή του «Πορεία στη νύχτα») και ερμηνευμένο από τον Γιώργο Υδραίο. Το ποίημα αυτό στον δίσκο ενοποιήθηκε μ' ένα άλλο ποίημά του της ίδιας περιόδου, το «Μην καρτεράτε», υπό τον ενιαίο τίτλο του δεύτερου αυτού ποιήματος.

Τρίτη, Δεκεμβρίου 28, 2010

Βαρεμένος και βεβαρημένος


1. Είπα, χρονιάρες μέρες που είναι, ν' αφήσω τις παραξενιές μου κατά μέρος και να μη γκρινιάξω, αλλά, όπως λέει η γνωστή παροιμία, «θέλει ο παπάς ν' αγιάσει, μα δεν αφήνουν οι διαβόλοι». Κι από τις μεγαλύτερες παραξενιές μου είναι, ως γνωστόν(;), η από μέρους μου… «μηδενική ανοχή» στα λάθη τα γλωσσικά (όχι σαν τη «μηδενική ανοχή» που έλεγε κάποιος, όνομα και μη χωριό, αλλά τελικά κάπου έχασε το μέτρο, το «μηδέν» του γιγαντώθηκε, απόκτησε διαστάσεις μπουκαπόρτας, και τελικά μας παρέδωσε… οίκο ανοχής). Ε, βέβαια, αυτό δεν πρέπει να σας αποθαρρύνει, αγαπητοί μου αναγνώστες, να μου γράφετε! Σας διαβεβαιώνω πως ευτυχώς, παρά το κόλλημά μου, δεν μου διαφεύγει ότι άλλα πράγματα είναι τα πιο σημαντικά στον λόγο, κι όχι η γραμματική και το συντακτικό· είναι το περιεχόμενο του λόγου, είναι οι ιδέες και οι απόψεις που διατυπώνονται, τα οποία αντανακλούν εντέλει το περιεχόμενο του ομιλούντος, την προσωπικότητά του, τις αρετές του. Γράψτε και μιλήστε λοιπόν ελεύθερα κι αφήστε εμένα να με τρώει το σαράκι του αδιόρθωτου διορθωτή. Ο αδιόρθωτος διορθωτής δεν γράφει και δεν μιλάει ελεύθερα, πιστέψτε με. Από τη στιγμή που έφαγε την πετριά με τη γλώσσα, είναι καταδικασμένος να βασανίζεται, ο ίδιος πιο πολύ, αλλά και να βασανίζει και τους άλλους γύρω του. Όντας βαρεμένος λοιπόν, όταν γράφω έχω μονίμως δίπλα μου κάποιο λεξικό, πολλές φορές κάποια λεξικά. Βλέπετε, όλα σ' αυτή τη ζωή έχουν το κόστος τους… Αλλά μακρηγόρησα. Κι εσείς μάλλον έχετε ήδη διακρίνει τους… διαβόλους που δεν μ' αφήνουν ν' αγιάσω, εμένα, τον… παπά (λέμε τώρα…): Τα κυριακάτικα φύλλα δύο εφημερίδων (που κυκλοφόρησαν την Παρασκευή, στις 24), της «Καθημερινής» και του «Ριζοσπάστη», στον τίτλο του κύριου άρθρου τους μεταχειρίζονται και τα δύο την τρόικα, πλην με εντελώς διαφορετικό τρόπο το καθένα. Φυσικό, θα μου πείτε, αφού η πρώτη εφημερίδα, βήμα του Αλαφούζου, εκφράζει τις απόψεις της πλουτοκρατίας, ενώ η δεύτερη, όργανο της ΚΕ του ΚΚΕ, εκφράζει τις απόψεις του κόμματος της εργατιάς. Ναι, σωστά. Κι απ' αυτή τη σκοπιά θα συμφωνήσω με την εφημερίδα του ΚΚΕ, που καλεί σε ενιαίο ταξικό πόλεμο ενάντια στην επίθεση της πλουτοκρατίας, κι όχι με τη φυλλάδα των εφοπλιστών, που τρέμει μπας και το πολιτικό προσωπικό της, η κυβέρνηση, εξαιτίας των «εσωκομματικών κραδασμών» και των «συνδικαλιστικών αντιδράσεων» φανεί κάπως διστακτική στην «απαρέγκλιτη τήρηση των σκληρών όρων του Μνημονίου και την επιτάχυνση των ρυθμών των μεταρυθμίσεων»! Ωστόσο από τη σκοπιά της γραμματικής θα συνταχθώ με την «Καθημερινή»· δεν θα συμφωνήσω, δυστυχώς, με τον «Ριζοσπάστη» στην ακλισία της λέξης «τρόικα». Η τρόικα, της τρόικας, οι τρόικες. Έχω γράψει κι άλλη φορά για την ακλισία (ή ακλισιά επί το βδελυρότερον). Βλέπετε ιστογραφές μου Μη σκοτώνετε τις τίγρεις! και Εμπρός να ξεπαστρέψουμε τον Λόρδο Άκλιτον!. Πάντως, θα συμφωνήσετε θαρρώ πως η συγκεκριμένη περίπτωση καταδεικνύει περίτρανα ότι πρωταρχική σημασία έχει το περιεχόμενο του λόγου κι όχι τα τυχόν εκφραστικά λάθη. Αλλά, όλα κι όλα, να μη μείνω κι εγώ χωρίς δουλειά (και γκρίνια)!

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 24, 2010

Στης Ανατολής τα μέρη…


Στα παλιά χρόνια ζούσε στο Χαλέπι ο Σελίμ Μοχαρέμ αγάς. Καταγόταν από οικογένεια καμηλιέρηδων, πάππου προς πάππου. Από μικρός βοηθούσε τον πατέρα του και ταξίδευε μαζί του στα βάθη της Ανατολής με τις καμήλες τους. Έτσι έγινε κι ο ίδιος καμηλιέρης. Όταν ο γέροντας πια πατέρας του αποσύρθηκε, ο Σελίμ τον διαδέχθηκε και, όπως και οι πρόγονοί του, πέρασε κι αυτός όλη τη ζωή του κοντά στις αγαπημένες του καμήλες, μέχρι τα βαθιά του γεράματα. Τώρα, κοντά στα 90, είχε πλέον από χρόνια παραδώσει τα ηνία στον πρωτότοκο γιο του, τον Ομάρ.

Μια μέρα ο Σελίμ Μοχαρέμ αγάς αρρώστησε κι έπεσε στο κρεβάτι. Κατάλαβε ότι δεν θ’ αργούσε ο Μεγαλοδύναμος Αλλάχ να πάρει στο αιώνιο βασίλειό του την ψυχούλα του ταπεινού Σελίμ, γι’ αυτό κάλεσε να έρθουν κοντά του τα παιδιά του, οι συγγενείς του, οι φίλοι του κι οι γείτονές του, και ζήτησε απ’ όλους συγχώρεση. Στη συνέχεια όμως θυμήθηκε και τις καμήλες του και παρακάλεσε να τον οδηγήσουν στον στάβλο για να ζητήσει κι απ’ αυτές άφεση αμαρτιών.

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 22, 2010

«Στις μέρες μας, γίνονται αυτά τα πράγματα…»


Προχτές, στις 20 του μήνα, το βράδυ, η εγγονούλα μου, η Έλσα, που μόλις έκλεισε τα πέντε, με ρωτάει όλο νάζι:

— Παππού, εσύ θα 'ρθεις αύριο στο σχολείο μου να με δεις;

Την επομένη, στις 21, το Ελσάκι είχε κάποιο ρόλο σ' ένα σκετσάκι στη χριστουγεννιάτικη γιορτή του νηπιαγωγείου και μας ήθελε όλους (μαμά, μπαμπά, γιαγιά, παππού) να 'μαστε κει. Εγώ όμως στις 21 είχα το δικαστήριο (κατηγορούμενος κακούργος) και, με το μυαλό μου κολλημένο σ' αυτό, απαντάω χωρίς να σκεφτώ:

— Άμα δεν με κλείσουν φυλακή…

«Ποίον σ' έπος 'φυγεν έρκος οδόντων;» Τι κουβέντα μού ξέφυγε; Τώρα; Κι η μικρή απορημένη (δεν το πήρε γι' αστείο, ποιος ξέρει τι σκυθρωπή πόζα είχα πάρει —ήμουν βαρύθυμος, είναι αλήθεια):

— Ποιος θα σε κλείσει φυλακή, παππού;

— Οι δικαστές. (Τον χαβά μου εγώ. Αυτό το ρημάδι το μυαλό λες κι έχει πάθει αγκύλωση!)

— Γιατί, τι έκανες;

Στο σημείο αυτό αρχίζω να ζορίζομαι, να ιδρώνω. Ευτυχώς αναλαμβάνει η γιαγιά να καθαρίσει:

— Ελσούλα, κάποιοι είπανε στον παππού να γίνει κλέφτης, αλλά ο παππούς σου δεν έγινε.

— Ήταν κακοί άνθρωποι αυτοί, ε;

— Ναι, κοπέλα μου.

Και τότε το μικρό Ελσάκι, έρχεται και κάθεται δίπλα μου στον καναπέ, αγκαλιάζει το μπράτσο μου και σοβαρή σοβαρή μού λέει:

— Παππούλη, στις μέρες μας, γίνονται αυτά τα πράγματα… (!!!!!)

Το πουλάκι μου, το τρυφερούδι! Να 'σαι καλότυχο, Ελσάκι μου! Κι έξω απ' άδικο, κοριτσάκι μου!

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 20, 2010

Περί ασεβημάτων


Ει δέοι αμαρτείν επί το δικάζειν, το αδίκως απολύσαι οσιώτερον αν είη του μη δικαίως απολέσαι, το μεν γαρ αμάρτημα μόνον εστί, το δε έτερον και ασέβημα.

Ο Αντιφώντας (480 π.Χ. – 411 π.Χ.), αθηναίος πολιτικός και ρήτορας, γράφει τα παραπάνω στο έργο του «Περί του Ηρώδου φόνου». Ο Ευξίθεος, ένας νεαρός από τη Μυτιλήνη, κατηγορείται για τον φόνο ενός αθηναίου πολίτη, του Ηρώδη, και δικάζεται σε αθηναϊκό δικαστήριο. Λέγει λοιπόν στη δίκη ο ρήτορας αυτό που και σήμερα αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της διαδικασίας απονομής δικαιοσύνης, ότι δηλαδή: Προ του ενδεχομένου να υποπέσει κανείς σε δικαστική πλάνη, είναι πιο ενάρετο να εκδώσει άδικη αθωωτική απόφαση παρά μη δίκαιη καταδικαστική, διότι το μεν πρώτο είναι απλό σφάλμα, ενώ το δεύτερο είναι και ασέβεια. Η Δικαιοσύνη δεν είναι μαθηματικά. Στα μαθηματικά αναζητείται η απόδειξη της αλήθειας μιας πρότασης, της αλήθειας της απόλυτης, της ακλόνητης, της αδιαμφισβήτητης, της σύμφυτης με την ίδια την πρόταση, της αλήθειας στην οποία είναι… μαθηματικώς βέβαιο ότι θα καταλήγουν πάντοτε όλοι οι λύτες (π.χ.: αxβ=βxα).

Κυριακή, Δεκεμβρίου 12, 2010

Μερικές αλήθειες για τον φοιτητικό συνδικαλισμό


Την Παρασκευή 10 Δεκέμβρη κατά τη διάρκεια συζήτησης στη Βουλή της ερώτησης του ΚΚΕ προς τον πρωθυπουργό, η Γ.Γ. της Κ.Ε. του κόμματος Α. Παπαρήγα στη δευτερολογία της μίλησε έξω από τα δόντια, παρουσιάζοντας κάποιες θλιβερές, δυστυχώς, αλήθειες για τον φοιτητικό συνδικαλισμό, για την κατάντια των παρατάξεων της ΠΑΣΠ και της ΔΑΠ. Μίλησε για παρατάξεις που «έχουν γίνει γραφεία ευρέσεως εργασίας, γραφεία όπου πουλούν τις υποτροφίες, πουλούν τις μετατάξεις». Μίλησε για το τμήμα εκείνο του καθηγητικού κατεστημένου που προσκυνάει τα δύο μεγάλα κόμματα και συμπράττει με τις αντίστοιχες φοιτητικές παρατάξεις στις αθλιότητες αυτές. Αλλά ας παραχωρήσω το βήμα στην ίδια:

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 10, 2010

Ανοησιών συνέχεια


Ο Τζέφρυ συνήθιζε να περιδιαβαίνει στην εξοχή, ν’ ανεβαίνει στα βουνά, να κατεβαίνει στους κάμπους, να χάνεται στα δάση, ακολουθώντας γραφικά μονοπάτια, πάντα με το αγαπημένο του ποδήλατο. Ένα ποδήλατο μάουντεν, όπως το λέγανε κοινώς οι συμπατριώτες του· ο ίδιος ωστόσο, ακραιφνής λάτρης της ελληνικής, προτιμούσε να το λέει «παντοδαπού εδάφους». Ινκόγνιτο πάντα όπου πήγαινε, συστηνόταν ως Τζεφ, Ελληνοαμερικανός. Εκείνη την ημέρα είχε περάσει από πολλά όμορφα μέρη. Είχε χορτάσει το μάτι του ομορφιά, αλλά πεινούσε το στομάχι του, καθώς ήταν προχωρημένη η ώρα και δεν είχε βρει κάπου να γευματίσει. Έτσι το όμορφο χάνι που πρόβαλε μπροστά του μόλις μπήκε στο χωριό ήταν ό,τι έπρεπε. Αφού έφαγε κι αφού ήπιε και το καφεδάκι του, κίνησε να φύγει, αποχαιρετώντας τον ιδιοκτήτη του μικρού πανδοχείου. Βιαζόταν να προλάβει να φτάσει στη γειτονική πόλη, όπου θα διανυκτέρευε, πριν σουρουπώσει.

Ανοησίες…


Ο Gelett Burgess ή Frank Gelett Burgess (30/1/1866–18/9/1951), γεννημένος στη Βοστώνη, υπήρξε ένας από τους εξέχοντες αμερικανούς ευθυμογράφους και ανθρώπους των γραμμάτων των αρχών του 1900. Ήταν επίσης εκδότης, καλλιτέχνης και τεχνοκριτικός. Εξέδιδε το περιοδικό The Lark, με το οποίο απέκτησε φήμη. Αλλά επίσης έγινε πολύ γνωστός με τα ποιήματά του, ελαφρότροπα, πνευματώδη, δηκτικά, πολλά ανήκουν στα λεγόμενα limericks. Στα ελληνικά ο όρος έχει αποδοθεί ως «λιμερίκια». Λέγονται έτσι γιατί πρωτοεμφανίστηκαν στην πόλη Limerick της Ιρλανδίας. Πρόκειται για πεντάστιχα ποιήματα, με ομοιοκαταληξία ΑΑΒΒΑ και περιεχόμενο ελαφρό έως ανόητο, γουστόζικο πάντως, πολλές φορές περιπαικτικά, σκωπτικά, σατιρικά ή αθυρόστομα.

Παραθέτω ένα λιμερίκι του Gelett Burgess από το βιβλίο του «The Burgess Nonsense Book» (1901 — «Το Βιβλίο των Ανοησιών τού Burgess», εικονογράφηση του ίδιου):

I wish that my room had a floor!
I don’t so much care for a door,
But this crawling around
Without touching the ground
Is getting to be quite a bore!

Και η απόδοση από μένα στα ελληνικά:

Μακάρι το δωμάτιό μου να ‘χε πάτωμα!
Δεν νοιάζομαι σταλιά για πόρτα και για πάπλωμα.
Μα πάντα να γυρνώ σαν το στοιχειό και να πετώ
χωρίς στιγμή ποτέ τα πόδια κάτω να πατώ,
πιστέψτε με πως είν’ αληθινό ξεπάτωμα!

Υ.Γ.: Συγγνώμη, δηλαδή τι περιμένατε να γράψω ενόψει της αυριανής Ημέρας της Κρίσεως (όπου κρινόμενη η Δικαιοσύνη, με κεφαλαίο «Δ» επειδή είναι μικρή…);

Τρίτη, Δεκεμβρίου 07, 2010

Μεταφορές: μεταφορικά και κυριολεκτικά


Μεταφορά είναι το σχήμα λόγου κατά το οποίο αντί της έκφρασης που κυριολεκτεί χρησιμοποιείται άλλη με συναφή σημασιακά στοιχεία, η οποία εν προκειμένω δεν κυριολεκτεί, αλλά αποκτά πρόσκαιρα, χάριν του σχήματος λόγου, σχετική επέκταση της σημασίας της. Παραδείγματα: «τον κάρφωσε με τη ματιά του», «η ανηφόρα της ζωής», «βούλιαξε η πλατεία από το πλήθος που συγκεντρώθηκε», «άναψαν τα αίματα», «τα λόγια της έσταξαν βάλσαμο στην ψυχή του». Ασφαλώς η μεταφορική έκφραση εξ ορισμού δεν κυριολεκτεί. Και αντιστρόφως, εάν θελήσει κάποιος ν' αποφύγει τη μεταφορά, μάλλον οδηγείται αναπόφευκτα να κυριολεκτήσει, έστω κι αν χρησιμοποιώντας κάποιο από τα δύο συγγενικά της μεταφοράς σχήματα λόγου, την παρομοίωση ή την προσωποποίηση, παρακάμψει την ευθεία κυριολεκτική διατύπωση. Για παράδειγμα, η μεταφορική διατύπωση «τον κάρφωσε με τη ματιά του» μπορεί να αποδοθεί με την ευθέως κυριολεκτική διατύπωση «τον κοίταξε αυστηρά (ή οργισμένα κ.λπ.)» ή με την παροιμιακή διατύπωση, η οποία όμως είναι επίσης κυριολεκτική, δεδομένου ότι κάθε της λέξη χρησιμοποιείται κυριολεκτικά, «τον κοίταξε, κι η ματιά του σαν στιλέτο». Η μεταφορά και η κυριολεξία επομένως είναι αλληλοαποκλειόμενες έννοιες, αν και όχι αντίθετες. Βεβαίως είναι φανερό πως η μεταφορά στολίζει, δίνει εκφραστικότητα και ζωντάνια στον λόγο, γι' αυτό και χαρακτηρίζεται καλολογικό στοιχείο. Φυσικά, ακόμη και τα στολίδια πρέπει κανείς να γνωρίζει να τα χρησιμοποιεί σωστά, με μέτρο και περίσκεψη…

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 03, 2010

Κινηματόγραφος ή κινηματογράφος;


Οι υποψιασμένοι αναγνώστες θα 'χετε μάλλον μαντέψει απ' τον τίτλο ότι η σημερινή ιστογραφή μου ασχολείται με ζητήματα γλωσσικά. Πράγματι, δεν κάνετε λάθος —την έχω την πετριά με τη γλώσσα, αδιόρθωτος διορθωτής βλέπετε… Και, για να προλάβω όσους έχουν περιπαικτική διάθεση, η απάντηση «Σινεμά» στην ερώτηση του τίτλου εκτιμάται μεν ως καλαμπούρι, αλλά… απορρίπτεται ως εκτός θέματος. Αλλά ποιο είναι το θέμα της ιστογραφής; Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.

Χθες το πρωί άκουγα στο ραδιόφωνο τη συνηθισμένη μου καθημερινή ενημερωτική εκπομπή, κατά τη διάρκεια της οποίας, σε καθορισμένη χρονική στιγμή σύμφωνα με τον σχεδιασμό της εκπομπής, η εκλεκτή ηθοποιός Έφη Θανοπούλου αναλαμβάνει την ενημέρωση των ακροατών γύρω από την καλλιτεχνική κίνηση. Παίρνοντας λοιπόν η κυρία Θανοπούλου το μικρόφωνο, αφού καλημέρισε τους ακροατές του σταθμού, είπε κάτι σαν: «Σήμερα θα ξεκινήσουμε με κινηματογράφο» (δεν συγκράτησα ακριβώς τα λόγια της, αλλά δεν έχει σημασία). Ο δημοσιογράφος που επιμελείται την ενημερωτική εκπομπή τη ρώτησε αμέσως: «Κινηματογράφος ή κινηματόγραφος;» Να σημειώσω ότι η ενημέρωση από την κυρία Θανοπούλου γίνεται περίπου υπό μορφή φιλικής συζήτησης με τον δημοσιογράφο και η ερώτησή του σ' αυτό το πλαίσιο έγινε, δηλαδή δεν διατυπώθηκε σαν παρατήρηση επειδή τάχα το «κινηματογράφος» είναι λάθος, αλλά κάπως σαν απορία του για το ποιο είναι το σωστό ή το πιο σωστό. Στη συνέχεια και οι δύο ομολόγησαν ότι δεν γνωρίζουν πώς είναι σωστό να λέγεται, αλλά γνωρίζουν ότι σήμερα έχει επικρατήσει να λέμε «κινηματογράφος», ενώ παλιότερα, ιδίως οι μεγάλης ηλικίας χρησιμοποιούσαν συχνά τον προπαροξύτονο τύπο «κινηματόγραφος», έτσι είπαν. Ποιος τύπος όμως είναι σωστός;