Τρίτη, Απριλίου 03, 2007

ΠΕΡΙ ΟΥΣΙΑΣ...

Μας έφυγε, λοιπόν, ο Αμάρτιος, και τι να του πρωτοθυμηθούμε! Φορτωμένος αμαρτίες ήταν. Ας πάει στον αγύριστο! Τώρα έχουμε ήδη υποδεχτεί —ακολουθώντας την αέναη τάξη των πραγμάτων— τον Αχίλλειο, σαν τη φτέρνα —του Αχιλλέα βεβαίως, αν και… γιατί όχι και σαν τη δική μας; Όλες οι φτέρνες ίδιες είναι, άλλωστε, μηδέ και της του Αχιλλέα εξαιρουμένης! Τρωτές! Μόνο που εμείς είμαστε ολόκληροι φτέρνα· μας λείπει ο… Αχιλλέας! Δεν έχουμε καθόλου από δαύτον! Και πώς να έχουμε, δηλαδή, αφού ο νονός μας, αντί να μας πάει στη Στύγα να μας βαφτίσει και να γίνουμε αθάνατοι, είχε ο δύστυχος (με μας που έμπλεξε) πολύ πιο μετριοπαθείς βλέψεις. Δούλους του θεού μάς προόριζε. Ευτυχώς, δεν το πάθαμε αυτό· ένα… στυγερό έγκλημα αποτράπηκε. Μείναμε ελεύθεροι το φρόνημα, ανυπότακτοι και υψιπέτες. Ταπεινούς θνητούς μάς ήθελε, κι εδώ —δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν είμαι σίγουρος— δεν μπορέσαμε να ξεφύγουμε ολότελα. Προσπαθήσαμε, αλλά έχοντας μείνει στεγνοί από τα κρουσταλένια κρύα νερά της θείας Στύγας, στυγνή διαγραφόταν η μοίρα μας. Πολύ περισσότερο που μας ζούπηξαν μες στο λαδωμένο (μπλιαχ! σαν λίγδα) βραστό νερό της κολυμπήθρας —αμ τι σόι προκοπή να κάνουμε έτσι; Μείναμε λοιπόν τρωτοί, βροτοί, θνητοί, αλλά όλα κι όλα! Την ταπεινότητα την αγαπήσαμε και την ασπαστήκαμε ως αρετή και προτέρημα, αλλά μονάχα έτσι! Όπως ακριβώς κάναμε και με την περηφάνεια και με την υψηλοφροσύνη και με τη φιλοδοξία. Όπως ακριβώς κάναμε επίσης και με την ευθιξία και με την αγωνιστικότητα. Ούτε ριψάσπιδες ούτε αναχωρητές. Οι καλόγεροι ας επικαλεσθούν την "αγιότητά" τους κατά την "ημέρα της κρίσεως" —αυτή που τους έχει γίνει μονομανία— για να δικαιολογήσουν την απουσία τους χάριν του σαρκίου τους (άντε, της ψυχούλας τους) από τους κοινωνικούς αγώνες. Εμείς, αντίθετα, δεν περιμένουμε καμία διακεκριμένη ημέρα ως "ημέρα κρίσεως". Κάθε μέρα και κάθε στιγμή (θέλουμε να) κρινόμαστε και αυτοκρινόμαστε. Δεν επιχειρούμε να δικαιολογήσουμε τις ανθρώπινες αμαρτίες μας και, προπάντων, τα καψαλίσματα της ψυχής μας (και του σώματός μας τις πληγές) από το καμίνι της ζωής όπου θεληματικά και συνειδητά και με αυταπάρνηση ριχτήκαμε δεν τα επικαλούμαστε ως ελαφρυντικό. Αντίθετα, δεν κομπάζουμε γι' αυτά, ενώ και τις αμαρτίες μας καταδικάζουμε και την προσφορά που αποφύγαμε ή παραλείψαμε κατακρίνουμε. Έτσι, μπορούμε να καλωσορίζουμε κάθε χρόνο την ανοιξιάτικη πνοή του Αυριλίου και να πολεμάμε το σκοτάδι του Ανηλίου. Έρωτας είμαστε και στήνουμε Διονυσιακό χορό «με τον ξανθόν Απρίλη».

Τι είπατε; Ότι δεν έχει Νικήτα αυτό το σημείωμά μου; Ε, πώς; Παντού υπάρχει ένας Νικήτας, δεν το 'χετε ακούσει;

Άει στον διάολο, Νικήτα!