Τρίτη, Ιανουαρίου 12, 2016

Αγγέλα - Μέρος 1ο


Εισαγωγή: Το κείμενο που ακολουθεί είναι ό,τι θεώρησα σπουδαίο και αξιόλογο να αποτυπώσω, όπως μπόρεσα, στο χαρτί από τις σκέψεις και τα συναισθήματα που μου γεννήθηκαν στην πρώτη, πριν από λίγες μέρες, επαφή μου με το έργο «Αγγέλα» του Γιώργου Σεβαστίκογλου, εξ αφορμής της επιλογής του έργου αυτού από τη θεατρική ομάδα του Συλλόγου Γυναικών Πειραιά «Η ΠΡΟΟΔΟΣ». Αισθάνομαι ότι ανακάλυψα ένα διαμαντάκι, που αγνοούσα την ύπαρξή του, γι’ αυτό θέλω ό,τι αποτύπωσα στο χαρτί να το ανεβάσω στην μπλογκόσφαιρα και να το μοιραστώ μαζί σας. Λόγω της έκτασής του, θ’ ανέβει σε δύο δόσεις. Καλή ανάγνωση!

Θέατρο

Γιώργου Σεβαστίκογλου:   Αγγέλα

Κοινωνικό δράμα σε 7 εικόνες

Γράφει ο Λευτέρης-Δικαίος Παπαδέας

Μέρος 1ο

Το έργο «Αγγέλα» γράφτηκε από τον Γιώργο Σεβαστίκογλου στη Μόσχα το καλοκαίρι του 1957 και πρωτοπαίχτηκε τον επόμενο χρόνο στο θέατρο Βαχτάνγκοφ της πόλης. Ο συγγραφέας, στερημένος την ελληνική ιθαγένεια και διωκόμενος από το ελληνικό κράτος της μετεμφυλιακής μισαλλοδοξίας για την ιδεολογία του, τη συμμετοχή και τη δράση του στην Αντίσταση και στον Εμφύλιο, είχε καταφύγει στη Σοβιετική Ένωση, όπου έζησε αυτοεξόριστος από το 1949 έως το 1965. (Εδώ, στο αφιέρωμα του «Ριζοσπάστη» για τα 90 χρόνια από τη γέννηση του Γιώργου Σεβαστίκογλου, μπορείτε να δείτε αρκετά βιογραφικά στοιχεία γι’ αυτόν τον εξαίρετο σκηνοθέτη, συγγραφέα, μεταφραστή, διανοούμενο, αγωνιστή). Αργότερα η «Αγγέλα» παίχτηκε και σε άλλα θέατρα στη Σοβιετική Ένωση, την Τσεχοσλοβακία και τη Βουλγαρία. Στην Ελλάδα ανέβηκε για πρώτη φορά τη χειμερινή θεατρική περίοδο 1964-65 από το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία του Κάρολου Κουν.

Πρόκειται για ένα αριστουργηματικό έργο της σύγχρονης, μεταπολεμικής, ελληνικής δραματουργίας· ένα έργο εμβληματικό, που ανατέμνει με ανατριχιαστική οξυδέρκεια και επιτηδειότητα την αστική κοινωνία της μετεμφυλιακής περιόδου, χωρίς να καταφεύγει σε σχοινοτενείς στοχασμούς και αναλύσεις, παρά χρησιμοποιώντας μονάχα κοινότυπους διαλόγους, κοινότυπους χαρακτήρες, κοινότυπες σκηνές της καθημερινότητας. Βέβαια, όλα αυτά κοινότυπα φαίνονται όταν παραμένουν ιδωμένα σε πρώτο επίπεδο. Αλλά επειδή ακριβώς το έργο δεν είναι επίπεδο, αντίθετα είναι εύληπτα αναγνώσιμο και προσεγγίσιμο σε πολλαπλά επίπεδα, βαθυστόχαστο εντέλει έργο, εύκολα ο θεατής αντιλαμβάνεται ότι η «Αγγέλα» είναι η ίδια η Ελλάδα και, βέβαια, καθηλώνεται και σφίγγεται η καρδιά του, συνάμα ρουφώντας αχόρταγα τη ζωντάνια και την υποδόρια διάχυτη ποιητικότητα κάθε σκηνής, κάθε ατάκας. Η «Αγγέλα» —όχι το πρόσωπο Αγγέλα αλλά το έργο συνολικά— παριστάνει την Ελλάδα σε μια κρίσιμη ιστορική περίοδο κοινωνικοπολιτικών ανακατατάξεων: τη δεκαετία του ’50, αμέσως μετά τη λήξη του Εμφύλιου. Καθένα από τα πρόσωπα του έργου παριστάνει και μία πλευρά της σύγχρονης της εποχής εκείνης ελληνικής κοινωνίας. Πρωταγωνιστικός ρόλος δεν νομίζω ότι υπάρχει: νομίζω ότι υπάρχουν, αφενός, 8 κεντρικά πρόσωπα, αυτά που δίνονται με τα μικρά τους ονόματα (οι υπηρέτριες Φανή, Γεωργία, Άννα, Νέρα και Αγγέλα, και ο Μένιος, ο Στράτος και ο Λάμπρος) και, αφετέρου, τα συμπληρωματικά, χωρίς όνομα πρόσωπα (η κυρία της Φανής, η κυρία της Αγγέλας [ως κυρία Παπά], το γκαρσόνι, οι εϊβαλάδες, δύο αστυφύλακες, ο γιατρός, δύο τραυματιοφορείς, κόσμος). Χαρακτήρες αυθεντικοί, αριστοτεχνικά δοσμένοι από τον συγγραφέα. Η καθημερινή ζωή πέντε υπηρετριών μιας πολυκατοικίας της Αθήνας, και τριών ανδρών που σχετίζονται αντίστοιχα με τρεις από τις υπηρέτριες, δοσμένη μέσα από τους έρωτες, τις συγκρούσεις, τις συζητήσεις τους, αποτελεί μια μικρογραφία της κοινωνίας της εποχής και αναδεικνύει τις σχέσεις εκμετάλλευσης και εξάρτησης σε όλα τα επίπεδα, από το επίπεδο των μεμονωμένων ατόμων μέχρι το επίπεδο των κοινωνικών τάξεων· από την εξουσία του αφεντικού, το σπίτι, μέχρι την εξουσία της κυρίαρχης κοινωνικής τάξης, το σύστημα. Ένας μικρόκοσμος, θύμα της εγκατάλειψης της υπαίθρου και της αναγκαστικής εσωτερικής μετανάστευσης προς τα μεγάλα αστικά κέντρα, αντιμέτωπος με τα προβλήματα επιβίωσής του, προσπαθεί να φτιάξει τη ζωή του. Μια Ελλάδα, πληγωμένη από την ήττα του λαϊκού κινήματος στον Εμφύλιο, προσπαθεί να αναγεννηθεί από τα ερείπια σε νέες αδυσώπητες συνθήκες. Όνειρα και εφιάλτες. Ελπίδα και διάψευση. Αντίσταση και υποταγή. Ελευθεροφροσύνη και συμβιβασμός. Ασταμάτητη διαπάλη. Αγωνία, αγωνία, και πάλι αγωνία… Να ανθίσει το όνειρο, να μην επικρατήσει ο εφιάλτης…

Θα ανθίσει; Ποιος ξέρει να το πει; Θα ανθίσει; Να ελπίζουμε; (Πες μας ότι) Θα ανθίσει!

*=*=*=*=*

Παραθέτω το τέλος του έργου, το οποίο αποτελεί και την κορύφωση του δράματος, σε πλήρη αντιστροφή του Αριστοτέλειου ορισμού της τραγωδίας: «…δι’ ελαίου και φόβου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν»: Ο θεατής δεν φεύγει ανακουφισμένος και ήρεμος ψυχικά, αφού δεν βλέπει την αποκατάσταση της ηθικής τάξης ενώ η ηθική υπεροχή του τραγικού ήρωα δεν επιβραβεύεται από κάποια ευνοϊκή γι’ αυτόν τροπή των πραγμάτων· ο θεατής φεύγει με τον σπόρο της εν εξελίξει τραγωδίας μέσα του, για να συνεχίσει η τραγωδία να εκτυλίσσεται εντός του και γύρω του καθημερινά, μέχρι να έρθει, σε κάποια μελλοντική «8η εικόνα» του έργου, γραμμένη από τον Λαό Σεβαστίκογλου, η κάθαρση!

[… …]

(Ο Λάμπρος, ο αγαπημένος της Αγγέλας, έχει μαχαιρωθεί ύπουλα από κάποιον από τους εϊβαλάδες της γιορτής του Καρνάβαλου, βαλτόν από τον Στράτο.)

[… …]

ΑΓΓΕΛΑ: (Στο γιατρό, με ψίθυρο, ενώ θα ‘θελε να ουρλιάξει.) Ζει, γιατρέ;

ΓΙΑΤΡΟΣ: Μην κάνεις έτσι, κοπελίτσα μου…

ΑΓΓΕΛΑ: Ζει;

ΓΙΑΤΡΟΣ: Το τραύμα είναι σοβαρό…

ΑΓΓΕΛΑ: Θά ‘ρθω μαζί.

ΓΙΑΤΡΟΣ: Όχι… δεν επιτρέπεται…

ΑΓΓΕΛΑ: (Με παιδιάστικη απορία) Γυναίκα του είμαι. Άφησέ με, Μένιο! Άφησέ με!

ΜΕΝΙΟΣ: Ήσυχα, Αγγέλα. Ήσυχα!

(Ακούγεται που ξεκινάει το ασθενοφόρο.)

ΑΓΓΕΛΑ: Ποιος άκουσε; Τι έπε ο γιατρός; — Θα ζήσει;… Θα ζήσει;

ΦΑΝΗ: Αγγέλα μου! Χρυσή μου Αγγέλα! Θα ζήσει! Σχώρα με! Εγώ η κακούργα καταράστηκα! Σχώρα με!

ΑΓΓΕΛΑ: (Με τρομακτική δύναμη, σχεδόν πείσμα.) Θα ζήσει!… Θα ζήσει! (Άξαφνα, το ουρλιάζει.) Θα ζήσει!

(Κάπου, σ’ άλλο δρόμο, οι εϊβαλάδες ξαναστήσανε το χορό τους. Ακούγεται πάλι το νταούλι κι οι φωνές τους, μέσα σε γέλια και χαρούμενες φωνές των παιδιών: «Εϊ-βα-λά! Εϊ-βα-λά!».)

ΤΕΛΟΣ

*=*=*=*=*

Θα ζήσει; Γιατρέ, τι λες; Θα ζήσει; Να ελπίζουμε; (Πες μας ότι) Θα ζήσει!

[Συνεχίζεται]