Παρασκευή, Μαρτίου 18, 2011

Η δίκη των επτά επί Θήβας


Την 1η του μήνα, στην ανάρτηση Μάρτιαι Ειδοί είδε το φως της δημοσιότητας το πρώτο μέρος του έπους «Η πολύκροτη δίκη», σε στίχους του ιστολόγου, και προαναγγέλθηκε ότι θα συνεχιζόταν. Σήμερα, γιορτάζοντας την αίσια έκβαση της δίκης των «επτά επί Θήβας» (επτά ήσαν οι κατηγορούμενοι για εγκλήματα που διέπραξαν στη Θήβα), σας παρουσιάζω σε παγκόσμια πρώτη το υπόλοιπο του μεγαλειώδους έπους, συγκεκριμένα το δεύτερο μέρος του, γραμμένο στον ίδιο ρυθμό με το πρώτο, και το τρίτο και τελευταίο μέρος, που είναι παράφραση του γνωστού ποιήματος του Κ. Καρυωτάκη «Ο Μιχαλιός». Μάλιστα, για να μην ψάχνετε το πρώτο μέρος, το επαναλαμβάνω εδώ, ώστε να απολαύσετε ολόκληρο το αριστούργημα. (Εκτός από κακουργήματα διαπράττω και αριστουργήματα! Φυλαχθείτε!)

Η πολύκροτη δίκη

Α' Μέρος

Λυμεώνας με πατέντα
(Παπανδρόπουλου κουβέντα),
με κουστούμι και γραβάτα
στην πολύκροτη τη δίκη
στέκει σα βρεγμένη γάτα,
γύρω του κοιτά με φρίκη.

Το 'πε ο Τέλλογλου ο μέγας,
που μιλά από καθέδρας,
πως η δίκη θα τσακίσει
τα λαμόγια και τους κλέφτες,
άπλετο το φως θα ρίξει,
θα σκορπίσουνε οι ψεύτες.

Δικαστές και δικηγόροι,
μηνυτές και προφεσόροι,
τσάντες κουβαλούν με φούρια
—οι κατηγορίες τόνοι—
τους ενόχους, τα γαϊδούρια,
τώρα ποιος να τους γλυτώνει!

B' Μέρος

Μέρες ήδη έχει αρχίσει,
μα δεν έχει απασχολήσει
περιέργως μέχρι τώρα
η πολύκροτη η δίκη
που περίμεν' όλη η χώρα,
περιμέναν και οι λύκοι.

Τι, σαν άρχισεν, εφάνη
ποιος νικά και ποίος χάνει,
και σκορπίσαν αρουραίοι,
Τάσος Τέλλογλου και σία
κι όλοι οι κατεργαρέοι
που πουλούσαν αγυρτεία.

«Καθημερινή», πού είσαι;
Το μυστήριο για λύσε:
Πώς πληροφορείς τον κόσμο,
ποιον αισχρό διαλέγεις δρόμο;
Ποια συμφέροντα μεγάλα
τι θα γράψεις σε προστάζουν
και δεν σέβεσαι μια στάλα
όλους όσοι σε διαβάζουν;

Γ' Μέρος

O ΜΙΧΑΛΙΟΣ
***
του Κώστα Καρυωτάκη
***
Το Μιχαλιό τον πήρανε στρατιώτη.
Καμαρωτά ξεκίνησε κι ωραία
με το Μαρή και με τον Παναγιώτη.
Δε μπόρεσε να μάθει καν το «επ' ώμου».
Όλο εμουρμούριζε: «Κυρ Δεκανέα,
άσε με να γυρίσω στο χωριό μου».
***
Τον άλλο χρόνο, στο νοσοκομείο,
αμίλητος τον ουρανό κοιτούσε.
Εκάρφωνε πέρα, σ' ένα σημείο,
το βλέμμα του νοσταλγικό και πράο
σα να 'λεγε, σα να παρακαλούσε:
«Αφήστε με στο σπίτι μου να πάω».
***
Κι ο Μιχαλιός επέθανε στρατιώτης.
Τον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροι,
μαζί τους ο Μαρής κι ο Παναγιώτης.
Απάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκος,
μα του αφήσαν απέξω το ποδάρι:
Ήταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος.
O ΝΙΚΟΛΙΟΣ
***
(παράφραση Λευτέρη-Δικαίου)
***
Ο Νικολιός στη δίκη μέρα πρώτη,
καμαρωτά ξεκίνησε κι ωραία
με τον Κουράδα και τον Καβαλιώτη.
Δε μπόρεσε να κάτσει καν «ενάγων».
Όλο εμουρμούριζε: «Εισαγγελέα,
άσε να μείνω 'δώ στον Άρειον Πάγον».
***
Την άλλη μέρα έξ' απ' το Εφετείο,
αμίλητος τον ουρανό κοιτούσε.
Εκάρφωνε πέρα, σ' ένα σημείο,
το βλέμμα του αρπακτικό και λάβρο,
σα να 'λεγε, σα να παρακαλούσε:
«Αφήστε με εκδίκηση να πάρω».
***
Κι ο Νικολιός επήρε την κρυάδα.
Τον παρηγόρησαν κάτι λεβέντες,
μαζί με Καβαλιώτη και Κουράδα.
Γι' άλλους τον επροόριζε το λάκκο,
μα πρέφα τον επήραν οι αφέντες
και ‘ριξαν μέσα του τον εμποράκο.

Και εις άλλα (Χανιά, ας πούμε) με υγείαν…