Κυριακή, Μαρτίου 13, 2011

Νομοσχέδιο για την εχθροπάθεια: Μήπως προλείανση εδάφους…; (Μέρος Γ')


Η σημερινή ιστογραφή είναι το τρίτο μέρος της αναφοράς μου στο νομοσχέδιο «για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του Ποινικού Δικαίου». Προηγήθηκαν το Μέρος Α' στις 6/3/2011 και το Μέρος Β' στις 9/3/2011, όλα υπό τον ίδιο τίτλο όπως το σημερινό. Όπως έχω προαναγγείλει, στο σημερινό σημείωμα πρόκειται να εξετάσουμε τι είναι πιθανόν να σηματοδοτεί το υπ' όψιν νομοσχέδιο, πού μπορεί να οδηγήσει, τι κινδύνους ενδεχομένως εγκυμονεί· δηλαδή θα επιχειρήσουμε να βρούμε την απάντηση στην ελλειπτική ερωτηματική πρόταση του δεύτερου μισού του τίτλου: «Μήπως προλείανση εδάφους…;».

3. Φιλοσοφία:

Αναγνωρίζω ως εύλογη την απορία που ενδεχομένως γεννιέται στον —καλοπροαίρετο— αναγνώστη: Αφού το κείμενο του νομοσχεδίου καθαυτό δεν είναι κακό, μήπως είμαστε υπερβολικά καχύποπτοι και βλέπουμε παντού κινδύνους να ελλοχεύουν, μήπως τελικά σκιαμαχούμε; Η προσεκτική μελέτη του νομοσχεδίου με ό,τι συνοδεύτηκε κατά την παρουσίασή του από το αρμόδιο Υπουργείο (δηλαδή μαζί με τη συνημμένη αιτιολογική έκθεση και το μεταγενέστερο, στις 1/3/2011, σχετικό ενημερωτικό σημείωμα), υπό το φως και των απόψεων που διατυπώθηκαν από έγκριτους σχολιαστές, ελπίζω ότι θα καταδείξει κατά πόσο είναι δικαιολογημένοι οι φόβοι περί κινδύνων και, αντιστοίχως, κάποιες απορίες όπως η παραπάνω. Ωστόσο πριν απ' αυτό, κι επειδή με τσιγκλάει η πρεμούρα του ηλε–δικηγόρου για το ευρωπαϊκό δίκαιο, θα ήθελα να επισημάνω μια άλλη αρνητική πλευρά, μια επικίνδυνη και ζημιογόνο πρακτική. Αφορά τη διαδικασία της θέσπισης νόμων, τη λειτουργία της νομοθετικής εξουσίας υπό τις σημερινές συνθήκες της συντελούμενης ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (και της ευρωυποταγής της χώρας μας). Ως γνωστόν η νομοθετική εξουσία (μία από τις τρεις διακεκριμένες —υποτίθεται— εξουσίες του αστικού κράτους) ασκείται από τη Βουλή. Είναι αυτή που θέτει τους κανόνες δικαίου που ισχύουν στη χώρα μας. Αυτοί οι κανόνες δικαίου, πριν εισαχθούν στη Βουλή προς ψήφιση, αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας διαφόρων νομοπαρασκευαστών (νά ο νεολογισμός, δικής μου επινόησης!), κρατικών αξιωματούχων συνήθως, ή συλλογικών οργάνων, μεταξύ αυτών οι νομοπαρασκευαστικές (λέξη που μαρτυρείται από το 1887· κάποιος την έπλασε κι αυτήν τότε, για να μην ξεχνάμε και τα γλωσσικά, την… πετριά μου) επιτροπές. Εκτός όμως από την —ας μου επιτραπούν οι με πλάγια στοιχεία εκφράσεις— εγχώρια παραγωγή κανόνων δικαίου, υπάρχει και το εισαγόμενο δίκαιο, όπως η επικύρωση διεθνών συνθηκών, οι κοινοτικές Οδηγίες κ.λπ., δηλαδή κανόνες δικαίου που δεν έχουν θεσπιστεί ούτε τύχει επεξεργασίας από εθνικά νομοπαρασκευαστικά όργανα αλλά από διεθνή ή διακρατικά, στα οποία ενδέχεται να συμμετέχει και εκπρόσωπος της χώρας μας (υπό συζήτηση πάντα η βαρύτητα της συμμετοχής του, αλλά ας μην ανοίξουμε άλλο κεφάλαιο συζήτησης), ενδέχεται και όχι, όπως συμβαίνει συνήθως, για πολλούς λόγους (επίσης άλλο κεφάλαιο). Πριν από την ένταξή μας στην ΕΟΚ και πριν από την προσχώρησή μας στο ΝΑΤΟ (το ίδιο συνδικάτο), χωρίς να είμαι νομικός, εικάζω ότι το εισαγόμενο δίκαιο περιοριζόταν σε κάποιες διεθνείς συνθήκες, όπως για παράδειγμα η Σύμβαση της Ρώμης για τα ανθρώπινα δικαιώματα (4/11/1950), και αποτελούσε την εξαίρεση στο νομοθετικό έργο. Σήμερα τα πράγματα έχουν αντιστραφεί. Το εισαγόμενο δίκαιο, κατά βάση ευρωενωσιακό, δεν αποτελεί την εξαίρεση· αντίθετα αποτελεί συνηθισμένη πρακτική και ίσως σε κάποιους τομείς, ακόμη και τον κανόνα. Μάλιστα η αδιαφορία ή η αδυναμία της χώρας μας να συμμετέχει (ουδέ καν τυπικά, πόσω μάλλον ουσιαστικά —έχω προσωπική εμπειρία) στα όργανα της Ε.Ε. που διαμορφώνουν το ευρωενωσιακό δίκαιο (Οδηγίες, αποφάσεις–πλαίσια, όπως η παρούσα περί εχθροπάθειας, κ.λπ.) έχει αποτέλεσμα την απεμπόληση της όποιας δυνατότητας προάσπισης των εθνικών συμφερόντων στο στάδιο της διαμόρφωσης της ευρωενωσιακής νομοθεσίας —ξέρετε, αυτής που υπερισχύει του εθνικού δικαίου. Η πρακτική αυτή, εκτός των άλλων (την υποδούλωσή μας στις επιταγές του μεγάλου κεφαλαίου), προφανώς συνιστά συρρίκνωση και απαξίωση της νομοθετικής εξουσίας της χώρας. Αυτή η συρρίκνωση και απαξίωση επιτείνεται από την κατά συρροή, τη μαζική ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο μιας σειράς ευρωενωσιακών κανόνων δικαίου, όπως οι Οδηγίες, οι οποίοι ενσωματώνονται ερήμην της νομοθετικής εξουσίας, με πράξεις (Υπουργικές Αποφάσεις, Προεδρικά Διατάγματα) της εκτελεστικής εξουσίας! Βλέπετε πόσο αρμονικά συμβιώνουν οι τρεις "διακεκριμένες" —λέμε τώρα— εξουσίες στο αστικό μας πολίτευμα, ώστε να μην ενοχλούνται διόλου όταν, συχνά, η μία τσαλαβουτάει στα χωράφια της άλλης…

Αλλά ας επιστρέψουμε στο νομοσχέδιο του θέματος. Μένοντας στο γράμμα του νομοσχεδίου, ένας καλός φίλος του ιστολογίου έκανε ένα εύστοχο λακωνικό σχόλιο: «“δημόσια προφορικά”! Δηλαδή; Στο καφενείο;». Προφανώς και στο καφενείο! —«Ναι, αλλά αγαθός ο σκοπός» ίσως αντιπαραθέσει ένας υποστηρικτής του νομοσχεδίου «διότι διώκεται όποιος στρέφεται κατά ομάδας προσώπων που προσδιορίζεται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή ή το γενετήσιο προσανατολισμό». Εδώ ακριβώς βρίσκεται η απάτη, η λαθροχειρία, η παγίδα σε βάρος της ελευθερίας του λόγου που υποκρύπτει το νομοσχέδιο. Ας επαναλάβω τις επισημάνσεις του Ν. Μπογιόπουλου: «Οι απαλλοτριώσεις δικαιωμάτων συνηθίζεται να ξεκινούν από απαγορεύσεις που επιβάλλονται εναντίον εκείνων που φαντάζουν εξόφθαλμα. Τότε η κοινή γνώμη είναι ευκολότερο να κάνει αποδεκτή την απαγόρευση. Η άρνηση του Ολοκαυτώματος ή της γενοκτονίας των Αρμενίων είναι μια τέτοια εξόφθαλμα αντιδραστική θέση. Αλλά αν στα ζητήματα των ιδεών δεχτείς την απαγόρευση που στρέφεται ενάντια στο εξόφθαλμο (ή σε εκείνο που μετά από πλύση εγκεφάλου το έχεις αποδεχτεί σαν “εξόφθαλμα” βλαπτικό), τότε αρχίζεις ανεπαισθήτως να αποδέχεσαι το ξήλωμα της κάλτσας όλων των δικαιωμάτων. Έχεις ανοίξει την κερκόπορτα για όλες τις υπόλοιπες απαγορεύσεις που θα έρθουν». —«Μα κάνουμε δίκη προθέσεων; Και πώς τα συμπεραίνετε όλα αυτά;» ίσως αντιτείνει ο υποστηρικτής του νομοσχεδίου. Πρώτον, δεν είμαστε σε δικαστήριο, όπου όντως δεν πρέπει να γίνεται δίκη προθέσεων (ας αφήσουμε σε πόσες τέτοιες δίκες έχουν κατά καιρούς συρθεί αγωνιστές και ιδεολόγοι από την εξουσία των αστών —έτσι, για να πούμε κατιτίς και για την τρίτη "ανεξάρτητη" εξουσία, τη δικαστική). Στην κοινωνία γίνονται εκτιμήσεις και διατυπώνονται απόψεις (μέχρι να τις απαγορεύσουν τέτοιοι νομοθέτες, αν τους αφήσουμε!) και ο καθείς (και οι κρίνοντες) κρίνεται. Τώρα, όσον αφορά το πού στηρίζεται αυτή η εκτίμηση περί νομοσχεδίου που προλειαίνει το έδαφος για να επιβληθούν φραγμοί στην ελευθερία του λόγου, "αθώοι" με αυτό το νομοσχέδιο, αποτρόπαιοι αν ευοδωθούν οι σκοποί της αντιδραστικής εξουσίας, ιδού:

  1. Δεν υπάρχει χρεία ποινικοποίησης σε κάθε περίπτωση του λόγου που «στρέφεται κατά ομάδας προσώπων που προσδιορίζεται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή ή το γενετήσιο προσανατολισμό». Τα άτομα που προσβάλλονται κατά πρόσωπο από έναν τέτοιο λόγο προστατεύονται από την υπάρχουσα νομοθεσία. Αν αυτή πρέπει να γίνει αυστηρότερη, ας γίνει. Αλλά να ποινικοποιείται γενικά η όποια άποψη διατυπώνεται (έγγραφα ή προφορικά), έστω κι αν είναι ρατσιστική, έστω κι αν είναι φασιστική, έστω και αν «στρέφεται κατά ομάδας προσώπων κ.λπ.», με την τρέχα–γύρευε, την άκρως επικίνδυνη αιτιολογία ότι «προκαλεί ή διεγείρει σε βιαιοπραγίες ή εχθροπάθεια», αυτό σίγουρα ανοίγει τον ασκό του Αιόλου, που οι αέρηδές του απειλούν να σαρώσουν εντελώς την ελευθερία του λόγου.
  2. Το σχέδιο νόμου συνοδεύεται από την αιτιολογική έκθεση, ενώ το Υπουργείο Δικαιοσύνης εξέδωσε ένα ενημερωτικό σημείωμα το οποίο διένειμε με δελτίο Τύπου στις 1/3/2011. Δείτε πώς ήδη από την αιτιολογική έκθεση έχει… παραγκωνιστεί η προϋπόθεση του άρθρου 4 για τη στοιχειοθέτηση αδικήματος, δηλαδή η πράξη να «στρέφεται κατά ομάδας προσώπων κ.λπ.», με μια ασαφή παραπομπή στις «προϋποθέσεις του άρθρου 3», οι οποίες στην αιτιολογική έκθεση, στο μέρος που αφορά το άρθρο 3 είναι… άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε. Στο δε ενημερωτικό σημείωμα έχει ξεχαστεί ολότελα, πέρα από τα εντελώς απαράδεκτα παραδείγματα, όπως στο απόσπασμα που παραθέτω, που αναφέρει. Δείτε:
    • Αιτιολογική έκθεση: «Στο άρθρο 4 προβλέπεται η ποινικοποίηση των ξενόφοβων και ρατσιστικών συμπεριφορών που εκδηλώνονται με αφορμή τον εγκωμιασμό ή την άρνηση ή την εκμηδένιση της σημασίας των εγκλημάτων γενοκτονίας, των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και των εγκλημάτων πολέμου, όπως αυτά ορίζονται […] εφόσον θεωρούνται πρόσφορες να οδηγήσουν στη θυματοποίηση ομάδων ή προσώπων σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 3».
    • Ενημερωτικό σημείωμα: «Προβλέπεται η ποινικοποίηση του εγκωμιασμού ή της κακόβουλης άρνησης της σημασίας αποδεδειγμένων ιστορικών γεγονότων (εγκλημάτων γενοκτονίας, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και εγκλημάτων πολέμου). Ούτε εδώ τιμωρείται η επιστημονική έρευνα ή η έκφραση αντίθετης γνώμης. Αν μια μουσουλμανική οργάνωση π.χ. πιστεύει ότι ποτέ δεν τελέστηκε το έγκλημα της γενοκτονίας σε βάρος των χριστιανικών πληθυσμών της Μ. Ασίας, έχει δικαίωμα να το πιστεύει και να το διακηρύσσει. Αν όμως τα μέλη της ίδιας μουσουλμανικής οργάνωσης κακόβουλα αρνούνται τη γενοκτονία και με δραστηριότητες μίσους διεγείρουν άλλους να καταστρέψουν π.χ. τα μνημεία της γενοκτονίας ή να βιαιοπραγήσουν σε βάρος ανθρώπων, τότε ναι, πρέπει να τιμωρούνται».
  3. Τα τεκμηριωμένα σχόλια που διατυπώνονται, ιδίως από νομικούς, όπως ο ηλε–δικηγόρος (ανεξαρτήτως αν διαφωνώ), ασφαλώς απηχούν το πνεύμα του νομοσχεδίου, όπως εκπέμπεται από το κείμενό του και όπως γίνεται αντιληπτό από αρμόδιους επιστήμονες. Θα παραθέσω ένα απόσπασμα του ηλε–δικηγόρου (e–lawyer), για να διαπιστώσετε κι εσείς τι δρόμοι ανοίγονται:
    • […] Σύμφωνα με το νομοσχέδιο, ποινικό αδίκημα είναι μόνον η πρόκληση ή διέγερση σε βιαιοπραγίες ή εχθροπάθεια, όχι η απλή διάδοση ισχυρισμών που προσβάλλουν ομάδες […] κατά το νομοσχέδιο δεν αρκεί αυτή η πρόκληση για να έχουμε το αδίκημα: πρέπει να υπάρχει και η επιπρόσθετη προϋπόθεση ότι αυτή η πράξη «μπορεί να εκθέσει σε κίνδυνο την δημόσια τάξη» (Άρθρο 4) […] το ευρωπαϊκό δίκαιο επιβάλλει την ποινικοποίηση τόσο της μισαλλόδοξης βίας, όσο και του μισαλλόδοξου λόγου, χωρίς να καθιστά υποχρεωτική την προσθήκη του κινδύνου της δημόσιας τάξης […] Στις κατηγορίες των διακρίσεων θα πρέπει όμως να προστεθεί και η «ταυτότητα κοινωνικού φύλου», ώστε να προστατεύονται και τα διεμφυλικά άτομα […] Eπίσης στις κατηγορίες θα πρέπει να περιληφθεί η «αναπηρία» καθώς και η «ηλικία», αλλά και το «φύλο», η «γλώσσα», οι «πολιτικές πεποιθήσεις» […]

Καταλάβαμε, καταλάβαμε!…

Αλλά, περισσότερο κι απ' αυτά που επισημάνθηκαν παραπάνω, το χειρότερο με το νομοσχέδιο είναι ότι εισάγει μια επικίνδυνη πρακτική και μια εξίσου επικίνδυνη νοοτροπία όσον αφορά αφ' ενός την αντίληψη για την Ιστορία, ειδικότερα, και την επιστημονική έρευνα, γενικότερα, και αφ' ετέρου τον έλεγχο της συνείδησης, της ιδεολογίας και της κοσμοθεωρίας των πολιτών. Η μεν Ιστορία, αλλά και η επιστημονική έρευνα, τοποθετούνται στην κλίνη του Προκρούστη για να τα φέρει η άρχουσα τάξη στα μέτρα της, με τη συνδρομή της υποτελούς σ' αυτήν δικαστικής εξουσίας, την οποία φροντίζει να εφοδιάζει με τα κατάλληλα εργαλεία, όπως τα τέτοιας έμπνευσης νομοθετήματα. Η δε συνείδηση, η ιδεολογία και η κοσμοθεωρία καθενός, αν δεν είναι αρεστή στους εκάστοτε άρχοντες, επιτρέπονται να εκδηλώνονται μόνο ενδομύχως ή μέσα στο σπίτι του —ακόμη καλύτερα χωρίς ακροατήριο. Οι νομοθέτες πλέον θα γράφουν την Ιστορία, την Ανθρωπολογία κ.λπ. και θα καθορίζουν διά νόμων τι είναι αλήθεια, τι ηθικό, τι ορθό, τι αποδεκτό. Η «διεθνής κοινότητα», που γράφει σήμερα τη Γεωγραφία και το Διεθνές Δίκαιο, ίσως αναθέσει αυτό το δυσβάστακτο έργο στους νομικούς του σκοτεινού μέλλοντός μας.

Θα τους αφήσουμε;