Τρίτη, Ιανουαρίου 10, 2017

Μάς συμπεριφέρονται… αγενώς και τα παράσιτα ακόμη! 


Πόθεν ο τίτλος, δείτε το στην οθονιά (screenshot επί το καταληπτότερο στους φυσικούς ομιλητές της ελληνικής, γι’ αυτό και, αυτοσαρκαζόμενοι, συνηθίζουμε άλλως να το λέμε «επί το ελληνικότερο») που ακολουθεί, στην οποία απεικονίζεται το σχετικό με τον τίτλο απόσπασμα από το λήμμα ελονοσία της καθ’ ημάς «Βικιπαίδειας», στην ιστοσελίδα https://el.wikipedia.org/wiki/Ελονοσία (τα περί… αγένειας σημεία του κειμένου βρίσκονται μέσα στις 2 κόκκινες ελλείψεις, δείτε αυτά μόνο, δεν είναι ανάγκη να διαβάσετε όλο το απόσπασμα ‑και να με βλαστημάτε):




Το αντίστοιχο απόσπασμα από το λήμμα malaria της αγγλικής «Wikipedia», στην ιστοσελίδα https://en.wikipedia.org/wiki/Malaria, εμφορούμενο από τα αυστηρά ήθη της Γηραιάς Αλβιώνος, διαπνεόμενο από τη λεπτότητα και την ευγένεια του Οίκου του Buckingham, αξίες τις οποίες 60.000 ευγενείς Βρετανοί μαχητές υπό τον αείμνηστο Σκόμπυ, συνεπικουρούμενοι από εκπολιτισθέντες Αφρικανούς, ου μην αλλά και από την αφρόκρεμα της ελληνικής κοινωνίας (ταγματασφαλίτες, ιερολοχίτες, Μπουραντάδες, Μαγγανάδες, δωσίλογοι και άλλα ζώα και σαπρόφυτα της ελληνικής πανίδας και χλωρίδας), ματαίως προσπάθησαν τέτοιες περίπου μέρες πριν από 72 χρόνια (στα Δεκεμβριανά και μετέπειτα) να μεταλαμπαδεύσουν στον ανεπίδεκτο μάθησης αγροίκο και απολίτιστο λαό μας, αυτό λοιπόν το λήμμα, όπως ακριβώς θα ανέμενε κανείς, προσφέρεται στον αναγνώστη «κεκαθαρμένον πάσης κηλίδος», αγένειας, ασέβειας κ.τ.τ. (οι αντίστοιχες με τις κυκλωμένες στο προηγούμενο κείμενο λέξεις είναι κι εδώ με τον ίδιο τρόπο κυκλωμένες):




Κι επειδή το ‘χει η μοίρα μας, φαίνεται, να συνεννοούμαστε πολλές φορές καλύτερα στα αγγλικά παρά στα ελληνικά (σχετικός και ο προηγούμενος σχολιασμός μου με τις λέξεις οθονιά και screenshot), το στόμα, που ανοίξαμε με απορία διαβάζοντας στο ελληνικό κείμενο για τον πολλαπλασιασμό αγενώς κάποιων παρασίτων, καταφέραμε να το κλείσουμε μόνο αφού διαβάσαμε στο αγγλικό κείμενο ότι πρόκειται για πολλαπλασιασμό asexually, δηλαδή χωρίς την αλληλενέργεια των δύο φύλων, γι’ αυτό ρωτάω εγώ ο ιδιότροπος: Γιατί να μην μπορούμε να εκφραστούμε στα ελληνικά με σαφήνεια, καθαρότητα και χωρίς τον κίνδυνο παρερμηνείας ή, όπως εν προκειμένω, χωρίς να προκαλείται ακόμη και η θυμηδία από την ανάγνωση ενός επιστημονικού κειμένου;

Ας μη βιαστούν να γελάσουν εις βάρος μου ‑συγκαταβατικά ή χαιρέκακα, δεν ξέρω‑ κάποιοι γνώστες της σχετικής επιστημονικής ορολογίας, οι οποίοι, όντας οικείοι με τον όρο αγενώς, δεν ξενίστηκαν όταν τον διάβασαν. Γιατί, αγαπητοί αναγνώστες, όντως είναι δόκιμοι οι όροι αγενής (=asexual) και αγενώς (=asexually) στη βιολογία και στη γεωπονία. Π.χ. βρίσκω στο «Λεξικό Βιολογικών και Ιατρικών Όρων» («ΛΒΙΟ», Θ. Παταργιάς, Κ. Σέκερης, Κ. Σέκερη-Παταργιά, Λ. Μαργαρίτης των Ελληνικών Επιστημονικών Εκδόσεων, 2η έκδοση 1997):
asexual = άνευ φύλου, αγενής
asexual reproduction = μονογονία, μονογονική αναπαραγωγή, αγενής αναπαραγωγή(*)

Δεν έχω σχέση με τον συγκεκριμένο επιστημονικό τομέα και δεν γνωρίζω ποιος (άτομο ή συλλογικός φορέας) πρότεινε (αν υπήρξε ποτέ τέτοια πρόταση) τους επίμαχους όρους αγενής, αγενώς. Ας μου επιτραπεί ωστόσο να διατυπώσω την άποψη ότι είναι άστοχοι, εσφαλμένοι, πέραν του ότι προκαλούν σύγχυση έως θυμηδία. Εξηγώ γιατί:

Sex σημαίνει φύλο (αρσενικό, θηλυκό, ερμαφρόδιτο [=σερνικοθήλυκο < Ερμής+Αφροδίτη]) και όχι γένος (κατά το ΛΒΙΟ: sex = φύλο, σεξ, ως ουσιαστικό· φυλετικός, ως επίθετο, π.χ. sex chromosome = φυλετικό χρωμόσωμα). Επομένως δεν ευσταθούν, δεν δικαιολογούνται τα αγενής, αγενώς, ως παραγόμενα από το γένος.

Το ίδιο λεξικό ερμηνεύει τον σχεδόν συνώνυμο του asexual όρο sexless ως αφυλετικός, άφυλος. Κάποιοι επίσης αποδίδουν τον όρο asexual ως άφυλος ή ασεξουαλικός.

Αλλά ας εξετάσουμε πρώτα πώς θα μεταφραστεί ο όρος sexual, από τον οποίο προέρχεται με την προσθήκη του στερητικού προθήματος a ο όρος asexual. Λοιπόν, κατά το ΛΒΙΟ:
sexual = φυλετικός, γενετήσιος, σεξουαλικός, αφροδισιακός, γαμετικός

Αποδεκτοί, νομίζω, όλοι οι όροι της μετάφρασης, αν και όχι ταυτόσημοι, δηλαδή όχι συνώνυμοι· ο καθένας τους έχει κάποια ιδιαίτερη εννοιολογική απόχρωση, την οποία δεν είμαι μάλλον σε θέση να αναπτύξω διεξοδικά, αλλά και δεν θα το έκανα για λόγους οικονομίας του κειμένου. Να σημειώσω μόνο ότι ο όρος σεξουαλικός ταυτίζεται με τον αγγλικό όρο sexual, ως μεταφορά του τελευταίου στα ελληνικά. Επίσης ότι ο όρος φυλετικός μπορεί να θεωρηθεί ταυτόσημος εννοιολογικά στο πεδίο της βιολογίας  με το όρο sexual.

Κατ’ αντιστοιχία ο όρος asexual θα μπορούσε να αποδοθεί ως:
asexual = αφυλετικός, αγενετήσιος, ασεξουαλικός, αναφροδισιακός, αγαμετικός
Ισχύουν προφανώς και εδώ οι ίδιες παρατηρήσεις, όπως παραπάνω.


Από τους όρους αυτούς έχουμε αντιστοίχως τα ακόλουθα επιρρήματα, για τα οποία ισχύουν επίσης οι ίδιες παρατηρήσεις, όπως παραπάνω: αφυλετικώς/-ά, αγενετησίως/αγενετήσια, ασεξουαλικώς/-ά, αναφροδισιακώς/-ά, αγαμετικώς/-ά. Ακόμη να προσθέσω ότι θα μπορούσε να επιλεγεί πιο σύντομος επιρρηματικός τύπος, ο αφύλως/άφυλα, διότι, εφόσον sex = φύλο, έχουμε:
φύλο άφυλος αφύλως/άφυλα
κατ’ αναλογία προς (εντός αγκυλών οι δύσχρηστοι τύποι):
ήχος άηχος [αήχως]/[άηχα]
πάτος άπατος [απάτως]/άπατα
κόπος άκοπος ακόπως/άκοπα
λόγος άλογος αλόγως/άλογα
μέτρο άμετρος αμέτρως/άμετρα


(*) Κλείνοντας να σχολιάσω τις ερμηνείες του όρου asexual reproduction που δίνει το ΛΒΙΟ:
Ø μονογονία: πρόκειται για λέξη με αμφισημία. Κατά το «Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής», τα σύνθετα (θηλυκά) ουσιαστικά με 2ο συνθετικό το -γονία «δηλώνουν: α. τη δημιουργία, τον σχηματισμό αυτού που δηλώνει το α’ συνθετικό (πρβ. -γένεση): κοσμο~, ορεο~, πετρο~. || τερατο~. β. τη γέννηση αυτού που δηλώνει το α' συνθετικό: αρρενο~, θηλυ~. γ. την ανάπτυξη των χαρακτηριστικών αυτού που αναφέρεται ως α' συνθετικό: φυλο~». Σύμφωνα με το λεξικό, μονογονία σημαίνει δημιουργία, σχηματισμός, γέννηση κ.λπ. μονού όντος, αλλά αυτό δεν ανταποκρίνεται στη σημασία με την οποία χρησιμοποιείται η λέξη. Άρα δεν μπορεί να έχει εφαρμογή εδώ η σημασία που αποδίδει το ΛΚΝ στο 2ο συνθετικό -γονία, όπως δεν έχει επίσης εφαρμογή στην πλέον δόκιμη λέξη παρθενογονία (=παρθενογένεση): στις λέξεις αυτές, σε ασυμφωνία με το λεξικό, πρέπει να εννοήσουμε ότι η δημιουργία, σχηματισμός, γέννηση κ.λπ. γίνεται με τη δράση, ως υποκειμένου, αυτού που δηλώνει το α’ συνθετικό: παρθενογονία = γέννηση από παρθένο· || μονογονία = γέννηση από μονό ον.
Ø μονογονική αναπαραγωγή: Επειδή το επίθετο μονογονική προέρχεται από το ουσιαστικό μονογονία, ισχύουν κι εδώ κατ’ αναλογία όσα γράφτηκαν προηγουμένως για τη μονογονία. Θα ήταν προτιμότερο να ειπωθεί μονογονεϊκή αναπαραγωγή (από μονό γονέα).
Ø αγενής αναπαραγωγή: Απαράδεκτη ως… αγενής!

Συμπερασματικά:
1. (reproduct) asexually = (αναπαράγω) αφύλως/άφυλα, αφυλετικώς/-ά, ασεξουαλικώς/-ά
2. Τα παράσιτα (όπως και άλλοι οργανισμοί, π.χ. τα φυτά που πολλαπλασιάζονται με καταβολάδες) πολλαπλασιάζονται αφύλως ή αφυλετικώς ή ασεξουαλικώς ή αγενετησίως ή αγαμετικώς ή μονογονικώς ή οπωσδήποτε αλλιώς, αλλά ποτέ αγενώς! Η αγένεια ας παραμείνει αποκλειστικό χαρακτηριστικό του ανθρωπίνου είδους…


Σημείωση: Τα παραπάνω αποτελούν σκέψεις και απόψεις μου, τις οποίες δεν διατυπώνω ως προτάσεις, διότι αναγνωρίζοντας το βάρος ενός δόκιμου όρου, ούτε εγώ δεν θα το αποτολμούσα να πάω κόντρα στο ρέμα· τουλάχιστον δεν θα το έκανα, παρά σε εξαιρετικές περιστάσεις, όπως το κάνω εδώ στο ιστολόγιό μου.