Η λέξη του τίτλου είναι λαϊκότροπη (ή λαϊκή, αν προτιμάτε). Περιέργως δεν την έχουν τα μεγάλα λεξικά μας (Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη, Μπαμπινιώτη, Παπύρου, Τεγόπουλου Φυτράκη, αυτά κοίταξα), αλλά τη χρησιμοποιούμε. Δεν πρόκειται βέβαια για τα δέντρα, τις γνωστές μας μουριές, όσο κι αν δεν λείπουν εκείνοι που γράφουν (δεν λέω «προφέρουν», γιατί στην προφορά
συμφωνούμε όλοι) «μουργιά» κι εννοούν «μουριά» (μια αναζήτηση στον Γκούγκλη θα σας πείσει
). Εδώ πάντως ακόμη
κρατάμε· το δέντρο μουριά το γράφουμε «μουριά» (και όχι «μουργιά») και τα ψάρια «ψάρια» (και όχι
«πσάργια»!). Θα μου πείτε, εδώ κοτζάμ «ΒΗΜΑ» γράφει (και ξαναγράφει και ξαναματαγράφει) για τις
φώκες! Δεν τις αναγνωρίζετε; Είναι οι συμπαθέστατές μας φώκιες, δείτε εδώ! Αλλά ξεστράτισα (άλλη φορά θα καταπιαστώ με το πελώριο θέμα της προφοράς της ελληνικής και των παρεπομένων της ή παρενεργειών της, αν προτιμάτε). Εδώ η λέξη «μουργιά» σημαίνει την πράξη ή τη συμπεριφορά του μούργου. Μούργος, ως γνωστόν, αποκαλείται μεταφορικώς ο άξεστος, ο βρομιάρης, και αυτουνού τις πράξεις χαρακτηρίζουμε μουργιές, και όχι του συμπαθητικού τετράποδου μουργάκου. Ένας τέτοιος μεταφορικώς μούργος τούς ξέφυγε προχτές και γαύγισε νόμισε εκ του ασφαλούς, σε οικείο του περιβάλλον (γενική συνέλευση της Ένωσης Ασφαληστρικών Εταιρειών γαρ), αλλά για κακή του[ς] τύχη το γαύγισμα ακούστηκε παραέξω και τώρα τρέχουν και δεν φτάνουν, να συμμαζέψουν τ' ασυμμάζευτα. Όπως θα καταλάβατε, πρόκειται για τον Μούργο που κατέχει τη θέση του γενικού γραμματέα στο Υπουργείο Οικονομικών. Ακούστε τον να γαυγίζει κι ακούστε και τ' άλλο το μαντρόσκυλο τάχα να προσπαθεί να τα κουκουλώσει (ίδια ακριβώς συμπεριφορά με τα σκυλιά, που τα κατρουλιά του πρώτου έρχεται να τα σκεπάσει το δεύτερο με τα δικά του· στην πραγματικότητα το ένα συμπληρώνει το άλλο στη βρομιά και δυσωδία που μας προσφέρουν).