Τρίτη, Φεβρουαρίου 28, 2012

Κι εδώ γίνονται εκπτώσεις! - Μέχρι και 75%!

Δίσεκτο, κυριολεκτικά και μεταφορικά, το έτος που διανύουμε. Ο «κουτσοφλέβαρος» φέτος είναι λιγότερο κουτσός, μιας και θα 'χει 29 ημέρες. Θα 'λεγε κανείς πως ο χρόνος έχει συμμαχήσει φέτος με τους (Παπα)δημίους μας· κάτι οι γιορτές που πέφτουν κυριακάτικα, κάτι η επιμήκυνση του Φλεβάρη (πάει μαζί με την επιμήκυνση του χρέους), ώστε να 'ρχεται στον νου το γνωστό ανέκδοτο, που κάποιος ρωτάει έναν γνωστό του: —«Είναι καλός ο μισθός σου;» κι αυτός του απαντάει: —Καλός είναι. Ο μήνας είναι λίγο μακρύς!».
Σήμερα θα αφήσω όμως τα πολιτικά, δεν θα ασχοληθώ ούτε με τα γλωσσικά, αλλά με τα λαογραφικά. Η λαογραφία μας θέλει τον εορταζόμενο κάθε τέσσερα χρόνια, στις 29 Φεβρουαρίου, Άγιο Κασσιανό να είναι τεμπέλης και ζηλιάρης. Ζηλεύοντας τη δόξα άλλων αγίων και τα αφιερώματα σ' αυτούς (κυρίως η λαογραφία αναφέρει τον Άγιο Νικόλαο, τον Άγιο Γεώργιο και τον Άγιο Δημήτριο), διαμαρτυρήθηκε στον Θεό, κι αυτός τον τιμώρησε να γιορτάζει κάθε τέσσερα χρόνια! Εδώ παραθέτω μια λόγια εκδοχή αυτής της παράδοσης, γραμμένη από ανώνυμο στο σατιρικό ετήσιο περιοδικό της Πόλης, το «ΣΑΤΑΝ», το 1914, τότε που υπήρχε εκεί ζωντανό και ακμαίο ελληνικό στοιχείο. Διατήρησα την ορθογραφία του πρωτοτύπου, εκτός από τους τύπους της υποτακτικής (να έχη κ.λπ.) και τα «τούπε» κ.λπ., που γίνονται «του 'πε» κ.λπ., όπως απαιτεί η σύγχρονη ορθογραφία. Και βέβαια, μονοτόνισα το κείμενο. Απολαύστε το, συν τοις άλλοις σατιρίζει τους δικηγόρους:

Μια δίκη στον Παράδεισο

Ο Άγιος Κασσιανός περνούσε στον Παράδεισο ζωή χαρισάμενη. Όπως όλοι οι άλλοι άγιοι, έτσι κι αυτός είχε το ιδιαίτερο κελλί και τον ιδιαίτερόν του άγγελο που τον υπηρετούσε, η μόνη του δε δουλειά ήτο να πηγαίνει κάθε πρωί μαζύ με τους άλλους Παραδεισίτας προ του Θρόνου του Θεού και να τον προσκυνάει, ψάλλων κι αυτός με τους λοιπούς και με τα τάγματα και τα συντάγματα των Χερουβείμ και των Σεραφείμ τον εωθινόν αίνον προς τον Παντοκράτορα. Όλον τον άλλον χρόνον τον περνούσε εις ζέφκι ατελείωτο, γυρνών εδώ κι εκεί του ωραίου Παραδείσου.
Μια μέρα όμως, εκεί που εκάθητο σιμά στην θύρα του Παραδείσου κι έπαιζε το κομβολόγι του, νά σου και περνά απ' εμπρός του ο Άγιος Πέτρος, ο κλειδούχος των πυλών της Εδέμ.

—Καλή μέρα, Άγιε, του λέει ο Απόστολος Πέτρος· τι κάθεσαι εδώ ολόμονος; Δεν έρχεσαι στο γραφείο μου να σου κεράσω κανένα καφέ;
—Με πολλήν μου ευχαρίστησι, απήντησεν ο Άγιος Κασσιανός· και ηκολούθησεν αυτόν.

Εις το γραφείον του Αγίου Πέτρου εξηκολούθησαν την κουβέντα.

—Δεν θυμάμαι να συναντηθήκαμε κι άλλη φορά!…
—Είμαι ο Άγιος Κασσιανός…
—Α! μάλιστα!… Μ' αυτήν μου την διακονίαν της πόρτας δεν βρίσκω καιρό, βλέπεις, να γνωρίσω τους συναδέλφους μου…
—Πολυάσχολος θέσις.
—Και κοπιώδης, αδελφέ… Κυριολεκτικώς δεν βρίσκω καιρό να ξύσω την μύτη μου… Απ' το πρωί έως το βράδυ με τα κλειδιά στο χέρι στέκω…

Σ' αυτό επάνω ηκούσθησαν δύο κτύποι στην εξώθυρα του Παραδείσου.
Τρέχει ο Άγιος Πέτρος.

—Ποιος είσαι;
—Μια καραβιά αγιοκέρι που μ' έστειλαν απ' τον κόσμο στον Παράδεισο.
—Και για ποιόνα σ' έστειλαν;
—Για τον Αη Νικόλα.

Η μεγάλη θύρα του Παραδείσου έτριξε επάνω στους αρμούς της, ήνοιξε και η καραβιά του αγιοκεριού εισήλθεν, οδηγηθείσα υπό ενός αγγέλου της υπηρεσίας του Κλειδούχου κατ' ευθείαν εις το κελλί του Αγίου Νικολάου.
Η θύρα επανέκλεισε και ο Απόστολος Πέτρος επέστρεψε στο γραφείο να συνεχίσει την κουβέντα με τον μουσαφίρην του.

—Κόπος, που λες, αδελφέ, μεγάλος κόπος αυτή η πόρτα…

Περισσότερα δεν πρόφθασε να πει και νά σου νέα κτυπήματα απ' έξω.
Παίρνει πάλι τα κλειδιά και τρέχει.

—Ποιος είσαι;
—Εκατό καμηλοφορτώματα λειτουργιές που μας έστειλαν απ' τον κόσμο στον Παράδεισο.
—Και για ποιόνα σας έστειλαν;
—Για τον Άγιο Νικόλα.

Η θύρα ηνοίχθη και δεύτερος άγγελος της υπηρεσίας του κλειδούχου παραλαβών ωδήγησε τες λειτουργιές κατ' ευθείαν εις το κελλί του Αγίου Νικολάου.
Ο κλειδούχος έκλεισεν εκ νέου ασφαλώς και επέστρεψε παρά τω Αγίω Κασσιανώ.

—Κρύωσε κι ο καφές σας, Άγιε Πέτρο.
—Και κατορθώνω ποτέ να πιω ζεστό καφέ… Μόλις τον εγγίσω στα χείλη μου, νταγκ ντουγκ κτυπά η πόρτα.

Και πράγματι νέα νταγκ ντουγκ διέκοψαν το ραχάτι του Αγίου.

—Ποιος είσαι;
—Χίλια ασκιά λάδι που μας έστειλαν από τον κόσμο στον Παράδεισο.
—Και για ποιόνα σας έστειλαν;
—Για τον Αη Νικόλα.

Εισήχθησαν και τα χίλια ασκιά λαδιού, μετά μικρόν δε έφθασαν και ωδηγήθησαν αλληλοδιαδόχως εις το κελλί του Αγίου Νικολάου ένα καμπαναριό με 20 καμπάνες, ένα ολόχρυσο καράβι, ένα πολυκάνδηλο μαλαματένιο και επί τέλους μια ολόκληρη εκκλησιά.
Πάντα ταύτα διήρχοντο προ των εκπλήκτων ομμάτων του Αγίου Κασσιανού, πρώτην φοράν παρευρεθέντος εις την εξώθυραν του Παραδείσου και ιδόντος με τα μάτια του τι υπόληψη εξακολουθεί να χαίρει στον κάτω κόσμο ο Άγιος Νικόλαος, ενώ αυτός…

—Όλα για τον Άγιο Νικόλαο τα πεσκέσια;
—Όλα· και η ιστορία αυτή που είδες επαναλαμβάνεται κάθε μέρα, από το πρωί έως το βράδυ.

Σε αυτό επάνω νά και κτυπά η πόρτα.

—Ποιος είσαι;
—Ιωάννης Στρεψιάδης από την Καισάρεια.
—Το επάγγελμα;
—Δικηγόρος.
—Δικηγόρος; Πρώτη φορά μού παρουσιάζεται στον Παράδεισο τέτοιος επαγγελματίας. Και ποια είναι η δουλειά σου, παρακαλώ;
—Να υπερασπίζομαι το δίκαιο και τους αδικούμενους.
—Καλό το επάγγελμά σου, αν και εδώ δεν υπάρχουν αδικούμενοι. Οπωσδήποτε έχεις εν τάξει το εισιτήριό σου;
—Μάλιστα, Αγιώτατε.

Και προβάλλει το εισιτήριό του.
Ο Άγιος Πέτρος το εξετάζει καλά, το εξετάζει εις το φως του ηλίου και φαίνεται σαν να αμφιβάλλει περί της γνησιότητός του.

—Τι το κυττάζεις, Αγιώτατε, με υποψία;…
—Ξέρω κι εγώ, παλληκάρι μου… Για κύττα το κι εσύ, Άγιε Κασσιανέ… Πώς σου φαίνεται;
—Καλό μοιάζει… Άλλως τε άνθρωπος που έχει ως επάγγελμα να υπερασπίζεται το δίκαιο, μπορεί να παρουσιάσει ψεύτικο εισιτήριο;
—Έχεις δίκαιο… Κόπιασε μέσα, παιδί μου… Μα δεν μου λες, στον δρόμο που ‘ρχεσο συνήντησες τίποτε καραβάνια για τον Παράδεισο;
—Ακούς εκεί!… Έρχονται φορτώματα ολόκληρα και καραβιές από λάδι, κεριά, λειτουργιές, καμπαναριά, πολυκάνδηλα, εκκλησιές.
—Βλέπεις, Άγιε Κασσιανέ!… Ως την νύκτα δουλειά έχω εδώ χάμου…
—Κι από πού θα πάγω τώρα, Γέροντα; ερωτά ο νεοεισελθών τον Άγιον Πέτρον.
—Τράβα ίσια τον δρόμο… Όπου κι αν πας καλά θα ‘ναι… Παράδεισος είναι εδώ.
—Ας τον οδηγήσω εγώ, είπεν ο Άγιος Κασσιανός, ετοιμαζόμενος ν’ αποχαιρετήσει τον Κλειδοκράτορα.
—Μα γιατί φεύγεις έτσι γλήγωρα;
—Μια που έχει και η Αγιωσύνη σου δουλειά… Άλλη φορά έρχομαι και τα ξαναλέμε.

-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-

Ο Άγιος Κασσιανός πήρε αλαμπρατσέτα τον δικηγόρον Στρεψιάδην και προυχώρησαν.
Στον δρόμον ο δικηγόρος λέγει:

—Δεν μου λες, μπάρμπα, είσαι ευχαριστημένος εδώ;
—Χμμμ… Έτσι κι έτσι…
—Και γιατί; Εδώ στον Παράδεισο περνά κανείς, λέγουν, ζωή χαρισάμενη.
—Δεν σου λέγω πως είναι άσχημα, αλλά, τι τα θες, δεν υπάρχει, αγαπητέ, ισότης… Άλλοι έχουν τιμάς και δόξα με τα τσουβάλια και άλλοι ούτε με το κουτάλι… Αι απολαυαί μας δεν είναι ίσαι… Είδες στο δρόμο όλα εκείνα τα καραβάνια του κεριού, του λαδιού και των καμπαναριών; Όλα αυτά, αν και στέλλονται για τον Παράδεισο, εν τούτοις τραβούν ολόισια για το κελλί του Αγίου Νικολάου· και τα χαίρεται μονάχα αυτός χωρίς να δίδεται σ’ εμάς ψιχουλάκι. Είναι ισότης αυτή; Είναι δικαιοσύνη;

Κουβεντιάζοντας έτσι φθάσανε στο κελλί του Αγίου Κασσιανού.

—Εδώ είναι το φτωχικό μου… Δεν έρχεσαι να σε φιλοξενήσω απόψε έως ότου σ’ ορίσουν αύριο και το δικό σου το κελλί;
—Ευχαρίστως.

Ο δικηγόρος εισήλθε εις το κελλί, απέθεσε κατά γης τας αποσκευάς του και επί της τραπέζης το καλαμάρι του, την πέννα και δέσμας χαρτιού λευκού.

—Τι είναι αυτά;
—Τα εργαλεία της τέχνης μας… Χαρτί μπόλικο και πέννα και μελάνη για να γράφουμε αναφορές υπέρ των αδικουμένων… Απ’ εκείνα που μ’ αράδιασες, μπάρμπα, στον δρόμο φαίνεται πως και συ πράγματι αδικείσαι εδώ… Θες να σου γράψω καμμιά αναφορά;
—Και τι θα γείνει με την αναφορά;
—Θα την δώσουμε στον Θεό για να μάθει κι αυτός την αδικία που γίνεται και να σ’ αποδώσει το δίκηο σου. Είναι δίκαιος ο Θεός;
—Φημίζεται για την δικαιοσύνη του.
—Ε! τότε πες πως η δουλειά σου κερδήθηκε.
—Για γράψε μου αυτήν την αναφορά.

Ο δικηγόρος εστρώθηκε αμέσως στο τραπέζι και, αφού ενεθηλάκωσε την απαραίτητον προκαταβολήν, συνέταξε την εξής αγωγήν:

ΑΓΩΓΗ

Αγ. Κασσιανού, κατοικοδημότου Παραδείσου,
κατά
Αγίου Νικολάου, ομοίως,
επί σφετερισμώ κοινών αγαθών,
ενώπιον του Πρωτοδικείου Παραδείσου

Εν Παραδείσω τη … … …

Ο αντίδικος Άγιος Νικόλαος, καταπατών πάντα νόμον δικαιοσύνης και παραδεισίου ισότητος, από μακρού ήδη χρόνου σφετερίζεται τα εις άπαν το κοινόν του Παραδείσου ανήκοντα αγαθά, ενεργών παρατύπως και παρανόμως παρά τω κάτω Κόσμω όπως ταύτα στέλλονται επ’ ονόματί του μόνον.
Επειδή μεταξύ των αδικουμένων τυγχάνει και ο υποφαινόμενος δούλος της υμετέρας Αγιότητος, παρακαλώ όπως, διαπιστουμένου και εξακριβουμένου του βασίμου της κατηγορίας, καταδικασθεί ο κατηγορούμενος να μοι αποδώσει εξ όσων έλαβε μέχρι τούδε την αναλογούσαν μοι μερίδα κηρού, ελαίου, κωδωνοστασίων, πολυκανδήλων κτλ. κτλ.
Προτείνω ως μάρτυρας των διαρκών τούτων αποστολών τον κλειδούχον του Παραδείσου και τους εις την υπηρεσίαν αυτού αγγέλους, τους συνοδεύοντας καθ’ εκάστην τας προσφοράς εις το κελλίον του κατηγορουμένου.

Ευπειθέστατος

Άγιος Κασσιανός

Άμα συνετάχθη η αγωγή την έδωκε τω Αγίω Κασσιανώ.

—Υπόγραψέ την τώρα και τράβα ίσια να την επιδώσεις στον Αρχιγραμματέα του Θεού διά τα περαιτέρω.

-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-

Την άλλη μέρα το πρωί ο Άγιος Κασσιανός μαζύ με όλους τους αγίους του Παραδείσου παρουσιάσθησαν προ του Θεού διά να υποβάλουν κατά την τάξιν τα σέβη των και να αινέσωσιν αυτόν.
Ο Θεός διέκρινε αμέσως τον Κασσιανόν και καλέσας αυτόν πλησίον του τω είπε:

—Δική σου είναι αυτή η αγωγή;
—Μάλιστα, Παντοκράτορ…
—Και ποιος σου την συνέταξε;
—Ένας δικηγόρος.
—Δικηγόρος στον Παράδεισό μου; Και πού βρέθηκε;
—Χθες έφθασε και μένει στο κελλί μου.
—Αμέσως φέρτε τον εδώ.

Σε μια στιγμή άγγελοι χωροφύλακες προσήγαγον τον δικηγόρον σαν βρεγμένον γάτον.

—Ο Άγιος Νικόλαος; Πού είναι ο Άγιος Νικόλαος; είπε πάλιν ο Θεός.

Σμήνη αγγέλων έσπευσαν προς πάσαν διεύθυνσιν του Παραδείσου αναζητούντες αυτόν· αλλ’ ουδαμού ευρέθη.

—Να πάτε κάτω ‘ς την Γη, να την κάμετε άνω κάτω και να τον εύρετε.

Αμέσως το θείον πρόσταγμα εξεπληρώθη. Όλα τα τάγματα και τα συντάγματα του Αρχαγγέλου Γαβριήλ ετέθησαν εις κίνησιν και μετά πολύ προσήγαγον τον Άγιον Νικόλαον, αλλ’ εις αξιοθρήνητον κατάστασιν· ήτο με το σώβρακο, στάζων όλως από θάλασσα, έφερε δε εις τας αγκάλας του ένα ναύτην μόλις αναπνέοντα.

—Πού ήσο; τον ρωτά συνωφρυωμένος ο Θεός.
—Όπου με καλούσαν εις βοήθειαν οι Χριστιανοί.
—Κι αυτός που κρατείς ‘ς την αγκαλιά ποιος είναι;
—Ένας ναύτης, Πανεύσπλαχνε, μοναχογυιός της μάννας του, π’ αν δεν έσπευδα να τον σώσω θα επνίγετο απόψε μέσ’ ‘ς τα μανιασμένα κύματα.

Τότε στρέφει ο Θεός προς τον Άγιον Κασσιανόν και τω λέγει:

—Βλέπεις συ γιατί ο κόσμος στέλλει με καραβιές και με καμηλοφορτώματα τας προσφοράς ‘ς τον Άγιον Νικόλαον;… Όποιος εργάζεται ποτέ δεν λησμονείται, ενώ όποιος τεμπελιάζει και ‘ς τον Παράδεισο αν είναι λησμονείται.
—Αλλά, Πανάγιε Θεούλη μου,… ετόλμησε να παρατηρήσει ο δικηγόρος, ετοιμαζόμενος να αγορεύσει.
—Σώπα συ και δεν ήλθε ακόμη η σειρά σου, τω λέγει ο Θεός.

Στρεφόμενος δε προς τα πλήθη των Αγίων και των Οσίων προσθέτει:

—Άγιοι και λοιποί κάτοικοι του Παραδείσου! Διά την αχαρακτήριστον αυτήν πράξιν του Αγίου Κασσιανού, την πρωτοφανή και πρωτάκουστον εις τα χρονικά του Ουρανού, τον καταδικάζω εις απώλειαν των τριών τετάρτων της Αγιωσύνης του και ορίζω όπως τουντεύθεν εορτάζει κάθε τέσσαρα μόνον χρόνια, την 29ην Φεβρουαρίου εκάστου δισέκτου έτους.

Ο Άγιος Κασσιανός έκλινε την κεφαλήν και κατηράσθη την ώρα που εγνωρίσθη με τον δικηγόρον.

—Μωρέ δικαιοσύνη! είπεν ούτος μέσα του.

Αλλ’ ο Θεός τον ήκουσε και αποτεινόμενος προς τον Άγιον Πέτρον είπε:

—Και πώς επέτρεψας, Άγιε Πέτρε, να μπει αυτός ο δικηγόρος μέσα;
—Παρουσίασε τακτικό εισιτήριο, Ύψιστε.
—Κάλπικο θα ‘τανε!
—Κι εγώ υποψιάσθηκα τέτοιο πράγμα…

Στην στιγμήν άγγελοι τρέχουν και φέρουν από το γραφείον του Κλειδούχου το εισιτήριο του Στρεψιάδου, το οποίον και εγχειρίζουν τω Θεώ.

—Να το, ψεύτικο είναι… Ήτο για την Κόλασι· έσβυσε την λέξιν «Κόλασιν» και την έκανε «Παράδεισον». Ακόμη φαίνεται το σβύσιμο… Και δεν σου είπε μπαίνοντας πως είναι δικηγόρος;
—Μου το ‘πε…
—Αφού λοιπόν σου το ‘πε, δεν εσκέφθηκες πως δικηγόρος άνθρωπος είναι αδύνατο να έχει εισιτήριο για τον Παράδεισο!… Πετάξτε τον αμέσως έξω και άνοιξε καλά τα μάτια σου, Άγιε Πέτρε, να μη συμβαίνουν του λοιπού τέτοια λάθη και μου κάμνεις άνω κάτω τον Παράδεισο.

-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-

Ιδού γιατί ο Άγιος Κασσιανός είναι εξ όλων των Αγίων ο μόνος ηδικημένος: Τον υπερησπίσθη ποτέ δικηγόρος.