Παρασκευή, Απριλίου 15, 2011

«Aν ξυπνήσεις, μονομιάς θα 'ρτει ανάποδα ο ντουνιάς»

Η σημερινή ιστογραφή μου είναι αφιερωμένη στον μεγάλο λογοτέχνη και δάσκαλο Κώστα Βάρναλη με την ευκαιρία του διήμερου συνεδρίου με τίτλο «Κ. Βάρναλης, φως που πάντα καίει», που διοργανώνει το ΚΚΕ αύριο και μεθαύριο στην αίθουσα συνεδρίων στην έδρα της ΚΕ στον Περισσό. Στην πραγματικότητα η ιστογραφή αυτή είναι ουσιαστικά γραμμένη από τον ίδιο τον «μπαρμπα–Κώστα», όπως θα διαπιστώσετε. Αλλά διαβάστε πρώτα το κείμενο που ακολουθεί και τα ξαναλέμε:

Οι Αργαλαστιώτες ανιούσανε [σ.ιστολ.: βαριόντανε, καταλαμβάνονταν από/ένιωθαν ανία] πολύ.

Ο χειμώνας τούς έκλεινε στα καφενεία με τις σόμπες. Πίνανε «σοκολατάκια» και παίζανε χαρτιά. Γιατί ποιος να πάει έξω να σκάψει. Η γης ήτανε παγωμένη. Το καλοκαίρι πάλι δεν ήτανε σωστό να πιάσουνε τον κασμά και να σκάβουνε νοικοκυρέοι άνθρωποι!


Κώστας Βάρναλης
Γι' αυτό κάθε άνοιξη φτάνανε στην Αργαλαστή σκαφτιάδες από την Αρβανιτιά. Ξεκινoύσανε με τα πόδια από την πατρίδα τους, δρασκελούσανε τα βουνά της Πίνδου και σκορπιζόντανε στα χωριά του Πηλίου να δουλέψουνε τα χτήματα των νοικοκυρέων. Το φθινόπωρο φεύγανε πίσου, πάλι με τα πόδια, με όσες οικονομίες είχανε κάνει.

[…]

Μερικοί απ' αυτούς τους Αρβανιτάδες φέρνανε και τα παιδιά τους μαζί να κάνουνε θελήματα, π.χ. να κουβαλάνε με τα λαγήνια νερό από τη βρύση και να μαζεύουνε κι αυτά ένα μικρό κομπόδεμα από πενταροδεκάρες.

Θυμάμαι ένα απ' αυτά τα παιδιά. Καθαροντυμένο, συμπαθέστατο, έξυπνο και πάντα γελαστό. Το λέγανε Μουσταφά.

Κάθε 25 Μαρτίου ο σχολάρχης έβγαζε λόγο στην εκκλησιά και μετά τη λειτουργία ο λαός μαζευότανε στην πλατεία ν' ακούσει το λόγο του δημάρχου, του χαριτωμένου γερο-Παρρησιάδη, που τον εκφωνούσε από το μπαλκόνι της δημαρχίας. Γύρω στην πλατεία τα παιδιά των σκολειών στεκόντανε παρατεταγμένα, περιμένοντας με αγωνία πότε θα τελειώσει αυτή η φασαρία, για να τους μοιράσουνε… λουκούμια, που τα πρόσφερνε η δημοτική αρχή.

Ο καημένος ο Μουσταφάς βλέποντας την κοσμοσυρροή και μη ξέροντας τι τρέχει, στάθηκε κι αυτός κάτου από το μπαλκόνι και χάζευε. Όταν ήρθε η ώρα των… λουκουμιών, η διευθύντρια του δημοτικού σκολειού των κοριτσιών, μια γριά εκατό χρονώ, που λέγει ο λόγος, έπαιρνε ένα ένα λουκούμι από το κασέλι και τα μοίραζε στα παιδιά, που «παρελαύνανε» από μπροστά της.

Ο διάβολος το έφερε κι η γριά δασκάλα είδε το Μουσταφά, που ξεχώριζε μέσα στο πλήθος με το άσπρο μάλλινο ποτούρι του (σ.ιστολ.: είδος τουρκικής βράκας που φτάνει μέχρι τους αστραγάλους, φαρδιάς στο πάνω μέρος και στενής στο κάτω) και την άσπρη σκούφια. Τόνε φώναξε κι αυτόν να του δώσει λουκούμι. Συγκινήθηκα με το ιπποτικό της φέρσιμο. Παιδί ήτανε. Καθώς όμως του έδινε το λουκούμι, γυρνώντας προς το πλήθος, έβγαλε μια στριγγή φωνή:

—Αυτό το λουκούμι που σου δίνω, να το ξεράσεις φαρμάκι, όταν… πάρουμε την πόλη.

Ο Μουσταφάς δεν κατάλαβε τίποτα. Γέλασε υποχρεωτικά, πήρε το λουκούμι κι έφυγε συγκινημένος κι αυτός σαν… κι εμένα για το «υψηλό» αυτό δείγμα της πατριωτικής μας αγωγής και της πολυτραγουδισμένης μας φιλοξενίας.

Φυσικά, και μόνο με την εισαγωγή που έκανα —αφήστε δε τη φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο— έχει καταλάβει ο αναγνώστης ότι το παραπάνω απόσπασμα είναι παρμένο από κάποιο γραπτό του Κώστα Βάρναλη. Μάλιστα ο οικείος με το έργο και τη διαδρομή του «μπαρμπα–Κώστα» αναγνώστης ίσως να έχει αναγνωρίσει και το ύφος του συγγραφέα ή, ακόμη, ότι πρόκειται για αφήγηση προσωπικής του μαρτυρίας, αφού το σχολικό έτος 1910–1911 υπηρέτησε στην Αργαλαστή του Πηλίου ως σχολάρχης. Επομένως ό,τι περιγράφει στο παραπάνω απόσπασμα (παρμένο από τα «Φιλολογικά Απομνημονεύματα» του Κ. Βάρναλη[1]) συνέβη στις 25 Μαρτίου του 1911, δηλαδή πριν από 100 ακριβώς χρόνια! Απίστευτο;

Απίστευτο πράγματι να βλέπεις πόσο ίδια κι απαράλλαχτη εξακολουθεί να είναι η στάση κάποιων ανθρώπων μέχρι σήμερα! Τα ρούχα άλλαξαν, τζιν αντί για ποτούρι, κινητό αντί για γκλίτσα, αλλά η ψυχή τραχιά κι ακαλλιέργητη παρέμεινε, ακόμη και σε "μορφωμένους", όπως η δασκάλα, ανθρώπους! Απίστευτο και θλιβερό μαζί. Τότε, ο καημένος ο Μουσταφάς με την παρουσία του "μόλυνε" τη σεπτή τελετή της εθνικής μας γιορτής, την οποία φρόντισε επαξίως να… λαμπρύνει με το ελεεινό φέρσιμό της η απερίγραπτη δασκάλα. Σήμερα, ο καημένος ο Οδυσσέας, αν κρατήσει τη σημαία στην παρέλαση, θα "μαγαρίσει" το εθνικό μας σύμβολο, το οποίο φροντίζουν δεόντως να τιμούν και να δοξάζουν με άναρθρους αλαλαγμούς ανεγκέφαλα σκύβαλα βγαλμένα από την ίδια μήτρα με τη δασκάλα της Αργαλαστής. Αλλά και τότε και τώρα ο κάθε Μουσταφάς και ο κάθε Οδυσσέας, άμοιρος ξένος που η δυστυχία του τον έφερε στη χώρα μας, είναι καλός για να μας κάνει τη δουλειά μας σαν ζώο με εξευτελιστικό μεροκάματο, αλλά, προς θεού, να μην αγγίξει τα άχραντα μυστήρια της τρισένδοξης φυλής μας. Της οποίας εκλεκτά τέκνα είναι προφανώς κάτι τέτοιες δασκάλες της Αργαλαστής. (Δεν ξέρω ποιο συναίσθημά μου είναι πιο δυνατό αυτή τη στιγμή: η αγανάκτηση ή η ντροπή;)

— — — — — — — — — — — — — — — — — — — —

[1]Φιλολογική επιμέλεια Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, 1981. Σύμφωνα με το εισαγωγικό σημείωμα του επιμελητή «Τα “Φιλολογικά Απομνημονεύματα” του Κ. Βάρναλη “σχηματίστηκαν” από το σύνολο μιας σειράς κειμένων που δημοσιεύτηκαν με τη μορφή επιφυλλίδων στην εφημερίδα “Ανεξάρτητος” στο χρονικό διάστημα από 17 Φεβρουαρίου μέχρι 11 Αυγούστου 1935».