1. Είπα, χρονιάρες μέρες που είναι, ν' αφήσω τις παραξενιές μου κατά μέρος και να μη γκρινιάξω, αλλά, όπως λέει η γνωστή παροιμία, «θέλει ο παπάς ν' αγιάσει, μα δεν αφήνουν οι διαβόλοι». Κι από τις μεγαλύτερες παραξενιές μου είναι, ως γνωστόν(;), η από μέρους μου
«μηδενική ανοχή» στα λάθη τα γλωσσικά (όχι σαν τη «μηδενική ανοχή» που έλεγε κάποιος, όνομα και μη χωριό, αλλά τελικά κάπου έχασε το μέτρο, το «μηδέν» του γιγαντώθηκε, απόκτησε διαστάσεις μπουκαπόρτας, και τελικά μας παρέδωσε
οίκο ανοχής). Ε, βέβαια, αυτό δεν πρέπει να σας αποθαρρύνει, αγαπητοί μου αναγνώστες, να μου γράφετε! Σας διαβεβαιώνω πως ευτυχώς, παρά το κόλλημά μου, δεν μου διαφεύγει ότι άλλα πράγματα είναι τα πιο σημαντικά στον λόγο, κι όχι η γραμματική και το συντακτικό· είναι το περιεχόμενο του λόγου, είναι οι ιδέες και οι απόψεις που διατυπώνονται, τα οποία αντανακλούν εντέλει το περιεχόμενο του ομιλούντος, την προσωπικότητά του, τις αρετές του. Γράψτε και μιλήστε λοιπόν ελεύθερα κι αφήστε εμένα να με τρώει το σαράκι του αδιόρθωτου διορθωτή. Ο αδιόρθωτος διορθωτής δεν γράφει και δεν μιλάει ελεύθερα, πιστέψτε με. Από τη στιγμή που έφαγε την πετριά με τη γλώσσα, είναι καταδικασμένος να βασανίζεται, ο ίδιος πιο πολύ, αλλά και να βασανίζει και τους άλλους γύρω του. Όντας βαρεμένος λοιπόν, όταν γράφω έχω μονίμως δίπλα μου κάποιο λεξικό, πολλές φορές κάποια λεξικά. Βλέπετε, όλα σ' αυτή τη ζωή έχουν το κόστος τους
Αλλά μακρηγόρησα. Κι εσείς μάλλον έχετε ήδη διακρίνει τους
διαβόλους που δεν μ' αφήνουν ν' αγιάσω, εμένα, τον
παπά (λέμε τώρα
): Τα κυριακάτικα φύλλα δύο εφημερίδων (που κυκλοφόρησαν την Παρασκευή, στις 24), της «Καθημερινής» και του «Ριζοσπάστη», στον τίτλο του κύριου άρθρου τους μεταχειρίζονται και τα δύο την τρόικα, πλην με εντελώς διαφορετικό τρόπο το καθένα. Φυσικό, θα μου πείτε, αφού η πρώτη εφημερίδα, βήμα του Αλαφούζου, εκφράζει τις απόψεις της πλουτοκρατίας, ενώ η δεύτερη, όργανο της ΚΕ του ΚΚΕ, εκφράζει τις απόψεις του κόμματος της εργατιάς. Ναι, σωστά. Κι απ' αυτή τη σκοπιά θα συμφωνήσω με την εφημερίδα του ΚΚΕ, που καλεί σε ενιαίο ταξικό πόλεμο ενάντια στην επίθεση της πλουτοκρατίας, κι όχι με τη φυλλάδα των εφοπλιστών, που τρέμει μπας και το πολιτικό προσωπικό της, η κυβέρνηση, εξαιτίας των «εσωκομματικών κραδασμών» και των «συνδικαλιστικών αντιδράσεων» φανεί κάπως διστακτική στην «απαρέγκλιτη τήρηση των σκληρών όρων του Μνημονίου και την επιτάχυνση των ρυθμών των μεταρυθμίσεων»! Ωστόσο από τη σκοπιά της γραμματικής θα συνταχθώ με την «Καθημερινή»· δεν θα συμφωνήσω, δυστυχώς, με τον «Ριζοσπάστη» στην ακλισία της λέξης «τρόικα». Η τρόικα, της τρόικας, οι τρόικες. Έχω γράψει κι άλλη φορά για την ακλισία (ή ακλισιά επί το βδελυρότερον). Βλέπετε ιστογραφές μου Μη σκοτώνετε τις τίγρεις! και Εμπρός να ξεπαστρέψουμε τον Λόρδο Άκλιτον!. Πάντως, θα συμφωνήσετε θαρρώ πως η συγκεκριμένη περίπτωση καταδεικνύει περίτρανα ότι πρωταρχική σημασία έχει το περιεχόμενο του λόγου κι όχι τα τυχόν εκφραστικά λάθη. Αλλά, όλα κι όλα, να μη μείνω κι εγώ χωρίς δουλειά (και γκρίνια)!
2. Ασφαλώς περιμένετε να δείτε πώς δικαιολογείται ο τίτλος της σημερινής ιστογραφής μου «Βαρεμένος και βεβαρημένος». Για το «βαρεμένος» έγραψα πιο πάνω. Η σειρά του «βεβαρημένος» λοιπόν. Κι αυτό, όπως και το «βαρεμένος», αποδίδεται στην αφεντιά μου. Όχι, δεν οφείλω τον χαρακτηρισμό αυτό στον διώκτη μου, τον Αλάριχο, ο οποίος χειραγώγησε τη Δικαιοσύνη να μου απαγγείλει τις κατηγορίες που με βαρύνουν ενώπιόν της (και ταυτόχρονα βαρύνουν αυτήν ενώπιόν μου). Όχι. Εδώ ασχολούμαι με τη γλώσσα και παραπλεύρως (σαν τις παράπλευρες απώλειες) με την πολιτική. Τότε, γιατί βεβαρημένος; Τι με βαρύνει; Το λάθος που έκανα σε πρόσφατη ιστογραφή μου (Περί ομοψυχίας φληναφήματα αστών) να γράψω «βεβαρυμένος» (το 'χω διορθώσει). Κι όχι τόσο το λάθος καθαυτό, όσο η πλημμελής φροντίδα μου να το αποφύγω. Εξηγούμαι:
2.1. Το Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής (ΛΚΝ) του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη δίνει μάλλον με
ελαφρότητα τη γραφή «βεβαρυμένος», χωρίς κατά τη γνώμη μου πειστική αιτιολόγηση: «λόγιος τύπος εκ του αρχαίου βεβαρυμμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του βαρύνω, με ορθογραφική απλοποίηση». Το ΛΚΝ λατρεύει υπερβολικά την ορθογραφική απλοποίηση. Από την άλλη ο Μπαμπινιώτης δίνει τη γραφή «βεβαρημένος», αλλά τα κάνει μούσκεμα στην ετυμολόγηση/αιτιολόγηση: «αρχαίος τύπος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος βαρέω, -ώ (=πιέζω με το βάρος μου)». Αμ, κύριε Μπαμπινιώτη μας, δεν απαντά στην παθητική φωνή το ρήμα βαρώ (βαρούμαι[;!] δεν υπάρχει). Λάθος εξώφθαλμο η αιτιολόγηση του Μπαμπινιώτη, μη πειστική η αιτιολόγηση του ΛΚΝ, τι κάνουμε λοιπόν; Εδώ γίνεται ολοφάνερη η υπεροχή όσων δεν έχουν φάει την πετριά με τη γλώσσα: γράφουν χωρίς να το βασανίσουν το πράγμα είτε «βεβαρυμένος» είτε «βεβαρημένος», όλοι τούς καταλαβαίνουν και σε κάθε περίπτωση πολλοί τούς υποστηρίζουν. Την ίδια ακριβώς ανταπόκριση βρίσκει και η γραφή στην οποία θα καταλήξει αν καταλήξει ο έρμος ο βαρεμένος με τη γλώσσα. Ο οποίος χρειάζεται ν' ανοίξει άλλο ένα κιτάπι, τουλάχιστον. Να 'μαστε λοιπόν. Το λεξικό ρημάτων της αρχαίας ξεκαθαρίζει τα πράγματα:
βαρέω, -ώ: απαντά μόνο η μετοχή παρακειμένου βεβαρηώς (=καταπτοημένος, καταβεβλημένος)
βαρύνω: ενεργ.: εβάρυνον, βαρυνώ, εβάρυνα | μέσ.: βαρύνομαι, εβαρυνόμην, βαρυνθήσομαι, εβαρύνθην, βεβάρημαι και βεβάρυμμαι (όπου βαρύνω τι ή τινά = βαραίνω, φορτώνω, βασανίζω και βαρύνομαι = είμαι πλήρης ανίας, βαριέμαι). Άρα η μετοχή του παθητικού παρακειμένου είναι είτε βεβαρημένος (που αυτό είναι σωστό να γράφουμε) είτε βεβαρυμμένος (που δεν γράφεται σήμερα).
3. Λέω να σταματήσω εδώ, για να μη βαρύνουμε περισσότερο τη σημερινή ανάρτηση
— — — — — — — — — — — — — — — — — — — —
Εύχομαι από καρδιάς σ’ όλους σας καλές γιορτές, χαρούμενες κι ευτυχισμένες. Τον καινούργιο χρόνο να έχουμε υγεία, ευτυχία, προκοπή, καρποφόρους λαϊκούς αγώνες, ώστε να απαλλαγούμε απ’ ό,τι μας πλακώνει και μας καταδυναστεύει, απ’ ό,τι ευτελίζει τη ζωή μας, και να έρθουμε πιο κοντά στην κατάκτηση της λαϊκής εξουσίας!