Στα παλιά χρόνια ζούσε στο Χαλέπι ο Σελίμ Μοχαρέμ αγάς. Καταγόταν από οικογένεια καμηλιέρηδων, πάππου προς πάππου. Από μικρός βοηθούσε τον πατέρα του και ταξίδευε μαζί του στα βάθη της Ανατολής με τις καμήλες τους. Έτσι έγινε κι ο ίδιος καμηλιέρης. Όταν ο γέροντας πια πατέρας του αποσύρθηκε, ο Σελίμ τον διαδέχθηκε και, όπως και οι πρόγονοί του, πέρασε κι αυτός όλη τη ζωή του κοντά στις αγαπημένες του καμήλες, μέχρι τα βαθιά του γεράματα. Τώρα, κοντά στα 90, είχε πλέον από χρόνια παραδώσει τα ηνία στον πρωτότοκο γιο του, τον Ομάρ.
Μια μέρα ο Σελίμ Μοχαρέμ αγάς αρρώστησε κι έπεσε στο κρεβάτι. Κατάλαβε ότι δεν θ’ αργούσε ο Μεγαλοδύναμος Αλλάχ να πάρει στο αιώνιο βασίλειό του την ψυχούλα του ταπεινού Σελίμ, γι’ αυτό κάλεσε να έρθουν κοντά του τα παιδιά του, οι συγγενείς του, οι φίλοι του κι οι γείτονές του, και ζήτησε απ’ όλους συγχώρεση. Στη συνέχεια όμως θυμήθηκε και τις καμήλες του και παρακάλεσε να τον οδηγήσουν στον στάβλο για να ζητήσει κι απ’ αυτές άφεση αμαρτιών.
Φτάνοντας στον στάβλο, δάκρυσε αντικρίζοντας τα αγαπημένα του ζώα, που πια θα τα αποχωριζόταν. Τις χάιδεψε για τελευταία φορά και τους είπε:
Εγώ τώρα πια σας αφήνω. Έφτασε η ώρα να παραδώσω την ψυχή μου στον Αλλάχ. Αλλά για να πάω ήσυχος στον άλλο κόσμο, θέλω κι εσείς να με συγχωρήσετε για ό,τι κακό σάς έχω καμωμένο. Ξέρω, πάνω στον θυμό μου, κάποιες φορές σάς έδειρα άδικα. Άλλες πάλι φορές, το αναγνωρίζω, από την πίεση της δουλειάς σάς κούραζα πολύ και, το χειρότερο, σας άφηνα νηστικές και διψασμένες. Όλα αυτά τα ομολογώ με πόνο τώρα και μετανοώ. Βλέπετε, αυτή είναι η ζωή, μας αναγκάζει να είμαστε σκληροί και άδικοι πολλές φορές. Σας παρακαλώ να δείξετε κατανόηση για όλα αυτά, να με συγχωρήσετε για ό,τι υποφέρατε από μένανε, ώστε να κλείσω τα μάτια μου ήσυχος.
Οι καμήλες συγκινήθηκαν τόσο, που έβαλαν τα κλάματα. Ωστόσο η πιο μεγάλη απ’ όλες πήρε τον λόγο, κάπως πεισμωμένη, και με τόλμη είπε στον γέροντα καμηλιέρη:
Που μας έδερνες και που μας κούραζες και που μας άφηνες νηστικές και διψασμένες, εμείς, Σελίμ Μοχαρέμ αγά, δεν σου κρατάμε κακία. Δεν ήσαν βέβαια πράγματα σωστά αυτά, αλλά εμείς σου τα συγχωρούμε. Ένα όμως πράγμα μάς ήτανε πολύ βαρύ και δύσκολα θα σου το συγχωρέσουμε.
Και πιο είναι αυτό;
Ρώτησε τρομαγμένος ο Σελίμ αγάς. Ποιο είναι λέει;
Απάντησε θυμωμένη η καμήλα. Να σ’ το πούμε, αφού δεν το βάζει ο νους σου. Εμείς κοστίσαμε στην αφεντιά σου, άλλη 30, άλλη 25 κι άλλη 20 λίρες, κι ήμασταν όλες πρόθυμες στη δούλεψή σου. Εσύ όμως γιατί μας είχες πάντα για οδηγό ένα παλιογαϊδούρι, που η αξία του δεν ήταν ούτε δύο λίρες; Τι; Μικρό το ‘χεις αυτό; Να είμαστε υποχρεωμένες να περπατάμε, όταν ο γάιδαρος ήθελε να περπατά· να σταματάμε, όταν εκείνος αποφάσιζε να σταματήσει· να πηγαίνουμε πάντα όπου ήθελε το παλιαγαϊδούρι σου. Τι νομίζεις, ότι αυτό δεν μας έθιγε το φιλότιμο; Δεν μας ξεφτίλιζε; (σημ. ιστολόγου: επειδή οι καμήλες δεν έχουν παραδώσει γραπτό λόγο, δεν ξέρω αν θα έγραφαν «ξευτίλιζε»).Ο Σελίμ Μοχαρέμ αγάς κούνησε περίλυπος το κεφάλι του και της απάντησε:
Αχ, καλές μου καμήλες, τι να σας πω; Έχετε τρανό δίκιο σ’ αυτό, αλλά έτσι είναι ο κόσμος μας. Μήπως δεν βλέπετε ότι το ίδιο ακριβώς γίνεται και σ’ εμάς τους ανθρώπους; Δεν βλέπετε έναν Μπερλουσκόνι, έναν Σαρκοζί, έναν Παπανδρέου, να κυβερνάνε περήφανους και προκομμένους λαούς; Μήπως αυτοί οι ηγέτες έχουν μεγαλύτερη αξία από το παλιογαϊδούρι μου;
Τα λόγια αυτά, η μεγάλη αυτή αλήθεια, ήταν η τελευταία πράξη του Σελίμ Μοχαρέμ αγά στην εφήμερη επίγεια ζωή του. Μ’ αυτά εγκατέλειψε τον μάταιο τούτο κόσμο και παρέδωσε την ψυχή του στη μεγαλοσύνη του Αλλάχ, χωρίς ο αγαθός καμηλιέρης να μάθει ποτέ αν οι καμήλες του τον συγχώρεσαν που τις ταπείνωνε βάζοντας οδηγό τους το «παλιογαϊδούρι» του
Αυτά είχα στο μυαλό μου, και την έπαθα. Βρισκόμενος στο χωριό μου τις προάλλες, απαντήθηκα μ’ έναν γαϊδαράκο σ’ ένα χωράφι και, ευγενέστατος, τον χαιρέτησα:
Καλημέρα σας, κύριε πρωθυπουργέ!
— — — — — — — — — — — — — — — — — — — —
Εύχομαι από καρδιάς σ’ όλους σας καλές γιορτές, χαρούμενες κι ευτυχισμένες. Τον καινούργιο χρόνο να έχουμε υγεία, ευτυχία, προκοπή, καρποφόρους λαϊκούς αγώνες, ώστε να απαλλαγούμε απ’ ό,τι μας πλακώνει και μας καταδυναστεύει, απ’ ό,τι ευτελίζει τη ζωή μας, και να έρθουμε πιο κοντά στην κατάκτηση της λαϊκής εξουσίας!