Πέμπτη, Ιουλίου 26, 2018

Για τον Ανόσιο, αυτό το όνειδος


Για τον Αμβρόσιο, τον περιβόητο "Άγιο" των Καλαβρύτων θέλω να γράψω… Θέλω; Όχι ακριβώς… Σιχαίνομαι… Δεν θέλω στην πραγματικότητα. Γι' αυτό ό,τι έχω να πω για δαύτον θα το πω μέσα από μια παλαιότερη ανάρτησή μου της 6ης Ιανουαρίου του 2014. Όπου "Κυρία", διαβάστε "Άγιος" (τα εισαγωγικά στις εν λόγω λέξεις διατηρούν την αξία που είχαν σ' εκείνη την ανάρτηση)· όπου Παναγία, διαβάστε Θεός"Πανοικτίρμων"…). Έχουμε κι εδώ, όπως στο περιστατικό των Φώτων του '14, έναν… (συγκρατούμαι!) αχαρακτήριστον, που από μόνος του απέκτησε τίτλους νομής, διαχείρισης, κυριότητας, αυθεντικής ερμηνείας και… Κύριος οίδε τι άλλο επί του Θεού των Χριστιανών. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο με αυτό της "κυρίας" του περιστατικού των Φώτων: Έφτιαξε έναν Θεό σαν τη μούρη του την Αμβρόσεια, απεχθέστατο κι ελεεινό! Που μας οικτίρει κιόλας (άι σιχτίρι, ας οικτίρει!). Άντε χάσου, Αμβρόσιε, μαζί με τον "Πανοικτίρμονά" σου! Χάρισμά σου τέτοιος Θεός, κανείς δεν τον εζήλεψε και δεν τον θέλει!

Αλλά ας παραχωρήσω το βήμα στην ανάρτηση των Φώτων του '14:

Παραμονή των Φώτων, μεσημέρι, βρίσκομαι στο μετρό, στον δρόμο για το σπίτι μου, στον Πειραιά, επιστρέφοντας από τα βόρεια. Έχω βρει θέση, καθώς επιβιβάστηκα πολύ… βόρεια, και, έτσι καθιστός, πότε απορροφημένος στις σκέψεις μου δεν προσέχω τίποτα γύρω μου, πότε η προσοχή μου αποσπάται από κάτι, όχι τίποτα το ιδιαίτερο —δεν έτυχε—, που μηχανικά τραβάει για λίγο το μάλλον αδιάφορο βλέμμα μου. Παιδάκια, αλλά και… λίγο μεγαλύτεροι μπαίνουν στο βαγόνι σε κάθε σταθμό για να πουν τα κάλαντα:

Σήμερα τα Φώτα κι ο φωτισμός
και χαρά μεγάλη στους ουρανούς

Έτσι φτάνουμε στο Μέγαρο Μουσικής. Στο βαγόνι μπαίνουν μια νεαρή τσιγγάνα, γύρω στα 30 κάτι, με ένα κοριτσάκι γύρω στα 10, έμοιαζε κόρη της, πανέμορφες και οι δύο, καθαρές και περιποιημένες —αν έχουν κάποια σημασία αυτά… Λένε τα κάλαντα. Αντικριστά μου έχει καθήσει (από την προηγούμενη στάση;) μια καλοντυμένη κυρία, σχεδόν συνομίλική μου (γύρω στα 65). Οι τσιγγάνες περνάνε από δίπλα της:

…Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό
κάθετ' η κυρά μας η Παναγιά…

Η "κυρία" (τα εισαγωγικά, δηλωτικά του αταίριαστου, όπως θα δείτε, γι' αυτήν τίτλου που χρησιμοποιώ) αντικρύ μου δυσανασχετεί και στρεφόμενη σ' εμένα (βρήκε…), αμολάει το δηλητήριό της, μ' ένα απαίσιο μείγμα κακίας, υπεροψίας και ειρωνείας… η "κυρία" ("Κ")

"Κ": Έχουν οι γύφτοι Παναγία;