Δευτέρα, Δεκεμβρίου 20, 2010

Περί ασεβημάτων


Ει δέοι αμαρτείν επί το δικάζειν, το αδίκως απολύσαι οσιώτερον αν είη του μη δικαίως απολέσαι, το μεν γαρ αμάρτημα μόνον εστί, το δε έτερον και ασέβημα.

Ο Αντιφώντας (480 π.Χ. – 411 π.Χ.), αθηναίος πολιτικός και ρήτορας, γράφει τα παραπάνω στο έργο του «Περί του Ηρώδου φόνου». Ο Ευξίθεος, ένας νεαρός από τη Μυτιλήνη, κατηγορείται για τον φόνο ενός αθηναίου πολίτη, του Ηρώδη, και δικάζεται σε αθηναϊκό δικαστήριο. Λέγει λοιπόν στη δίκη ο ρήτορας αυτό που και σήμερα αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της διαδικασίας απονομής δικαιοσύνης, ότι δηλαδή: Προ του ενδεχομένου να υποπέσει κανείς σε δικαστική πλάνη, είναι πιο ενάρετο να εκδώσει άδικη αθωωτική απόφαση παρά μη δίκαιη καταδικαστική, διότι το μεν πρώτο είναι απλό σφάλμα, ενώ το δεύτερο είναι και ασέβεια. Η Δικαιοσύνη δεν είναι μαθηματικά. Στα μαθηματικά αναζητείται η απόδειξη της αλήθειας μιας πρότασης, της αλήθειας της απόλυτης, της ακλόνητης, της αδιαμφισβήτητης, της σύμφυτης με την ίδια την πρόταση, της αλήθειας στην οποία είναι… μαθηματικώς βέβαιο ότι θα καταλήγουν πάντοτε όλοι οι λύτες (π.χ.: αxβ=βxα).

Αλλά η Δικαιοσύνη δεν είναι μαθηματικά, όπως είπαμε. Δεν μπορεί, δεν πρέπει και δεν απαιτείται η αποδεικτική διαδικασία (η ανακριτική διαδικασία ή η ακροαματική διαδικασία, ανάλογα, όπως λέγονται) για την εξακρίβωση της αλήθειας να γίνεται με τους όρους της μαθηματικής αποδεικτικής διαδικασίας. Στη Δικαιοσύνη το δίκαιο δεν απαιτεί την υπό οποιεσδήποτε συνθήκες εύρεση της αλήθειας, της σχετικής έστω αλήθειας, διότι η έννοια της απόλυτης, της μαθηματικής αλήθειας μάλλον δεν υφίσταται εν προκειμένω. Και ασφαλώς, επί αμφιβολίας απαλλάσσεται ο κατηγορούμενος. Και ασφαλώς είναι προτιμότερο να απαλλαγεί κάποιος ένοχος παρά να καταδικαστεί κάποιος αθώος.

Γιατί τα γράφω αυτά; Ξεκίνησα με κάποιες σκέψεις ενόψει της αυριανής Ημέρας της Κρίσεως (βλέπετε υστερόγραφο και σχόλια της ιστογραφής μου Ανοησίες…· θ' αρχίσει εκτός απροόπτου η δίκη μου στο Εφετείο Κακουργημάτων, όπου προσάγομαι κατηγορούμενος για απιστία σε βάρος του Δημοσίου κ.λπ.), αλλά δεν έχουν σχέση άμεση μ' αυτή, δεδομένου ότι δεν αντιμετωπίζεται στην προκειμένη περίπτωση δίλημμα αθώωσης ενόχου ή καταδίκης αθώου, παρά μόνο ζήτημα αθώωσης ή καταδίκης αθώου. Δεν θα επεκταθώ επ' αυτού, τουλάχιστον δεν θα το κάνω σήμερα. Απλώς το αναφέρω για να μην υπάρξουν εξαιτίας των γραφομένων μου εσφαλμένοι συνειρμοί εις βάρος μου. Ξεκίνησα, λοιπόν, με κάποιες σκέψεις γύρω από τη δική μου υπόθεση, αλλά προχώρησα παραπέρα. Σ' αυτό συνετέλεσε και ο Νίκος Σαραντάκος που έγραψε τα παρακάτω στο ιστολόγιό του, στην ανάρτηση Ο πολύκροτος Κομήτης (Μποστ, 1963):

…και τώρα υπάρχουν άνθρωποι που άδικα θα κάνουν Χριστούγεννα στις φυλακές.

Για παράδειγμα, τις προάλλες, ύστερα από ένα χρόνο προφυλάκιση, καταδικάστηκε σε εννιά χρόνια και 3 μήνες φυλακή ο νεαρός Χρυσοβαλάντης Πουζιαρίτης. Ο Πουζιαρίτης δεν έφαγε τέτοια ποινή για κάποια κολοσσιαία κατάχρηση, δεν λήστεψε τράπεζα, δεν σκότωσε άνθρωπο: απλούστατα πήρε μέρος, στις 6 Δεκεμβρίου 2009, σε συγκέντρωση για την επέτειο της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου —και πιάστηκε στα επεισόδια που ακολούθησαν. Κι επειδή είχε μοϊκάνα το μαλλί του, κι επειδή ήταν πρώην τοξικοεξαρτημένος, κι επειδή έπρεπε, μέρες που έρχονται, να δοθεί ένα μήνυμα, του φόρτωσαν τον μισόν ποινικό κώδικα, με αποτέλεσμα την εξοντωτική αυτή ποινή. (Ή ποτέ σου δεν τις έφαγες, ή ποτέ σου δεν τις μέτρησες, είπε, σύμφωνα με την παροιμία, ένας κατηγορούμενος στον δικαστή που τον καταδίκασε σε πενήντα βουρδουλιές). Και βέβαια, ο Πουζιαρίτης δεν κάπνιζε πούρα ούτε ήταν ιδιοκτήτης ποδοσφαιρικής ομάδας, ώστε να καταδικαστεί μεν αλλά να μην τολμάει κανείς να τον κλείσει μέσα. Ήδη βρίσκεται στις φυλακές χρονιάρες μέρες.

Οπότε, στα φετινά Χριστούγεννα, τα πιο δύσκολα των τελευταίων δυο—τριών δεκαετιών για τους περισσότερους, ας σκεφτούμε και κάποιον που τα φέρνει ακόμα πιο δύσκολα. Κατά τα άλλα, ζητώ συγνώμη που το άρθρο πήρε όχι ευχάριστη τροπή, και σας παραπέμπω στο ιστολόγιο των φίλων του Πουζιαρίτη για περισσότερες πληροφορίες. Θα παρατηρήσετε ότι δεν έχει δημοσιευτεί άρθρο για την έκβαση της δίκης —προφανώς θα έχουν μείνει άναυδοι οι άνθρωποι από το μέγεθος της αναλγησίας.

Αφού σας ζητήσω κι εγώ συγγνώμη, όχι όμως επειδή το άρθρο μου «πήρε όχι ευχάριστη τροπή», αλλά επειδή από την αρχή ήταν όχι ευχάριστο, θα σταθώ, και μ' αυτό θα τελειώσω (ες αύριον τα σπουδαία…), στο μέγεθος της αναλγησίας, όπως το έχω μετρήσει επάνω μου. Α, όχι, δεν θα μακρηγορήσω, δεν θα παραθέσω όλες τις… μετρήσεις μου, παρά μόνο μία, κι αυτή εν συντομία. Οδηγήθηκα σε δίκη ενώπιον ακροατηρίου προκειμένου να μην καθυστερήσει η διαλεύκανση της υπόθεσης με την αναμονή της κρίσης του Συμβουλίου (…τρέχα γύρευε πώς το λένε). Ναι! Και ήδη έχουμε τρία χρόνια που η δίκη πηγαίνει από αναβολή σε αναβολή. Καμιά εικοσιπενταριά φορές πήγα, στήθηκα, περίμενα και έφυγα άπρακτος. Ταλαιπωρία (και όχι μόνο) και των δικηγόρων και των μαρτύρων. Για μια ακροαματική διαδικασία που καλείται να αποφανθεί για ποια πραγματικά περιστατικά; Σύμφωνα με τη μήνυση (από επιχειρηματία που δεν του έκανα το χατίρι…) και το κατηγορητήριο, ένα μονάχα πραγματικό περιστατικό με βαρύνει: η «διατύπωση της γνώμης μου»(sic) σε πρακτικό επιτροπής αξιολόγησης διαγωνισμού (στην πραγματικότητα η υπογραφή μου, διότι το πρακτικό ήταν ομόφωνο, δεν υπήρχε πουθενά χωριστή διατύπωση γνώμης από κανένα μέλος). Αυτό το περιστατικό και τίποτα άλλο. Ούτε ότι κάπου πήγα, κάποιον είδα, κάτι είπα, ούτε τίποτα. Ακροαματική διαδικασία, λοιπόν, για ένα μονάχα πραγματικό περιστατικό, αδιαμφισβήτητο, ένα πρακτικό επιτροπής. Φυσικά αμφισβητείται η αμεροληψία της κρίσης της επιτροπής, αλλά γι' αυτό δεν χρειάζεται ακροαματική διαδικασία, δεν χρειάζονται μάρτυρες. Χρειάζεται, και αρκεί, εξέταση από νομικούς ή άλλους εμπειρογνώμονες. Ιδού λοιπόν το μέγεθος της αναλγησίας των δικαστικών. Αναλγησίας; Επαγγελματικής πώρωσης και διαστροφής; Σκοπιμότητας; Συναλλαγής;