Παρασκευή, Δεκεμβρίου 10, 2010

Ανοησιών συνέχεια


Ο Τζέφρυ συνήθιζε να περιδιαβαίνει στην εξοχή, ν’ ανεβαίνει στα βουνά, να κατεβαίνει στους κάμπους, να χάνεται στα δάση, ακολουθώντας γραφικά μονοπάτια, πάντα με το αγαπημένο του ποδήλατο. Ένα ποδήλατο μάουντεν, όπως το λέγανε κοινώς οι συμπατριώτες του· ο ίδιος ωστόσο, ακραιφνής λάτρης της ελληνικής, προτιμούσε να το λέει «παντοδαπού εδάφους». Ινκόγνιτο πάντα όπου πήγαινε, συστηνόταν ως Τζεφ, Ελληνοαμερικανός. Εκείνη την ημέρα είχε περάσει από πολλά όμορφα μέρη. Είχε χορτάσει το μάτι του ομορφιά, αλλά πεινούσε το στομάχι του, καθώς ήταν προχωρημένη η ώρα και δεν είχε βρει κάπου να γευματίσει. Έτσι το όμορφο χάνι που πρόβαλε μπροστά του μόλις μπήκε στο χωριό ήταν ό,τι έπρεπε. Αφού έφαγε κι αφού ήπιε και το καφεδάκι του, κίνησε να φύγει, αποχαιρετώντας τον ιδιοκτήτη του μικρού πανδοχείου. Βιαζόταν να προλάβει να φτάσει στη γειτονική πόλη, όπου θα διανυκτέρευε, πριν σουρουπώσει.

— Κύριε, αν θέλατε τη συμβουλή μου, του είπε ο πανδοχέας, που είχε ήδη βγει να τον ξεπροβοδίσει, θα σας συνιστούσα να κοιμηθείτε απόψε εδώ, γιατί θα βρείτε μπροστά σας καταρρακτώδη βροχή.

— Ανοησίες, ανοησίες! είπε περιφρονητικά ο Τζέφρυ. Να, καλέ μου άνθρωπε, πάρε αυτό το πεντάευρο να πιεις μια μπύρα στην υγειά μου κι άντε στην ευχή. Καλό σου απόγευμα!

Ο Τζέφρυ δεν είχε όρεξη, ούτε χρόνο, για περισσότερα. Καβάλησε βιαστικά το ποδήλατό του και ξεκίνησε. Όμως δεν άργησε να τον βρει μια άγρια καταιγίδα, που τον μούσκεψε μέχρι το κόκκαλο. Τότε ο Τζέφρυ εκτίμησε την πρόβλεψη του πανδοχέα —καθυστερημένα βέβαια. Αλλά, σκεπτόμενος ότι την επόμενη μέρα θα είχε αυτή τη συνάντηση με τον Στρος Καν κι έπρεπε να είναι σε καλή κατάσταση, μην πλευριτώσει κιόλας, αποφάσισε αμέσως ν’ αφήσει κατά μέρος ντροπές κι εγωισμούς και να γυρίσει πίσω στο πανδοχείο. Ο πανδοχέας μόλις τον αντίκρισε έσκασε ένα χαμόγελο πλατύ μέχρι τα’ αφτιά του:

— Λοιπόν, κύριε, είδατε ότι τελικά είχα δίκιο;

— Ναι, το είδα. Λοιπόν αυτό το κατοστάρικο είναι δικό σου, είπε ο Τζέφρυ κι έβγαλε ένα χαρτονόμισμα των 100 ευρώ από την τσέπη του, αλλά υπό έναν όρο: Να μου φανερώσεις πώς το ‘ξερες ότι θα βρέξει.

— Κύριε Τζεφ, εμείς εδώ είμαστε απλοί κι αμόρφωτοι άνθρωποι, απάντησε ο πανδοχέας. Λίγα πράγματα ξέρουμε και λιγοστά μέσα έχουμε στη διάθεσή μας. Ευτυχώς που τελευταία τοποθετήσανε στην απέναντι βουνοκορφή μια κεραία και πιάνουμε το κυβερνητικό κανάλι, το «REGA». Εκεί εμφανίζεται συχνά ο πρωθυπουργός μας, ο οποίος είναι ένα άθλιο υποκείμενο, ένας απατεώνας, ένας τόσο σιχαμερός ψεύτης, που ό,τι και να μας υποσχεθεί, εμείς γνωρίζουμε ότι οπωσδήποτε θα κάνει το ακριβώς αντίθετο. Ακόμη κι όταν μας εύχεται να έχουμε μια καλή μέρα, εμείς ξέρουμε ότι σίγουρα η μέρα μας θα είναι κακή κι ανάποδη.

Αγαπητοί μου, σήμερα δεν είμαι για πολλά πολλά. Ε, μάλλον διανύω περίοδο ανοησίας, όπως φάνηκε κι από τη χθεσινή ιστογραφή μου. Ας όψεται η φοβερή Ημέρα της Κρίσεως, που (πάλι) μετατοπίστηκε, λιγάκι τώρα, για τις 21 Δεκέμβρη. Μέχρι τότε… να δούμε πώς θα τη βγάλουμε… Προς το παρόν, πάρτε άλλο ένα λιμερίκι:

Στη δίκη βρέθηκα ενός κακούργου
π’ αψήφησε το θέλω ενός πανούργου.
Αχ! Να τον μπαγλαρώσουν,
τον κώλο να του κόψουν,
να του κοπεί κι ο τσαμπουκάς του μούργου!