Παππού, εσύ θα 'ρθεις αύριο στο σχολείο μου να με δεις;
Την επομένη, στις 21, το Ελσάκι είχε κάποιο ρόλο σ' ένα σκετσάκι στη χριστουγεννιάτικη γιορτή του νηπιαγωγείου και μας ήθελε όλους (μαμά, μπαμπά, γιαγιά, παππού) να 'μαστε κει. Εγώ όμως στις 21 είχα το δικαστήριο (κατηγορούμενος κακούργος) και, με το μυαλό μου κολλημένο σ' αυτό, απαντάω χωρίς να σκεφτώ:
Άμα δεν με κλείσουν φυλακή
«Ποίον σ' έπος 'φυγεν έρκος οδόντων;» Τι κουβέντα μού ξέφυγε; Τώρα; Κι η μικρή απορημένη (δεν το πήρε γι' αστείο, ποιος ξέρει τι σκυθρωπή πόζα είχα πάρει ήμουν βαρύθυμος, είναι αλήθεια):
Ποιος θα σε κλείσει φυλακή, παππού;
Οι δικαστές.
(Τον χαβά μου εγώ. Αυτό το ρημάδι το μυαλό λες κι έχει πάθει αγκύλωση!) Γιατί, τι έκανες;
Στο σημείο αυτό αρχίζω να ζορίζομαι, να ιδρώνω. Ευτυχώς αναλαμβάνει η γιαγιά να καθαρίσει:
Ελσούλα, κάποιοι είπανε στον παππού να γίνει κλέφτης, αλλά ο παππούς σου δεν έγινε.
Ήταν κακοί άνθρωποι αυτοί, ε;
Ναι, κοπέλα μου.
Και τότε το μικρό Ελσάκι, έρχεται και κάθεται δίπλα μου στον καναπέ, αγκαλιάζει το μπράτσο μου και σοβαρή σοβαρή μού λέει:
Παππούλη, στις μέρες μας, γίνονται αυτά τα πράγματα
(!!!!!)Το πουλάκι μου, το τρυφερούδι! Να 'σαι καλότυχο, Ελσάκι μου! Κι έξω απ' άδικο, κοριτσάκι μου!