Τρίτη, Ιανουαρίου 11, 2011

Κουλτούρα ξανά!


Η σημερινή ιστογραφή μου αποτελεί συνέχεια της προηγούμενης, με τίτλο Α! Η… κουλτούρα λοιπόν!, προκλήθηκε από το σχόλιο της Κοκκινοσκουφίτσας σ' εκείνη και προαναγγέλθηκε από μένα στην απάντησή μου στο σχόλιο της Κοκκινοσκουφίτσας.

Βρισκόμαστε, αν δεν κάνω λάθος, στα μέσα του Μάρτη του σωτήριου έτους 2012, ήδη δηλαδή στο δεύτερο εξάμηνο του σχολικού έτους 2011-2012. Η Κοκκινοσκουφίτσα, της οποίας την εξέλιξη όλοι μας αγνοούσαμε κι ίσως θέλαμε να αγνοούμε, ώστε να κρατάμε αναλλοίωτη τη μαγευτική εικόνα του παραμυθιού των παιδικών μας χρόνων, την εικόνα του ανέμελου μικρού κοριτσιού που περπατάει στο δάσος βαστώντας το καλαθάκι για τη γιαγιά της και μαζεύοντας άνθη, αυτή η Κοκκινοσκουφίτσα λοιπόν, η ίδια, με το ίδιο της το χέρι, πήρε ένα σφουγγάρι και —βρε Κοκκινοσκουφίτσα, πώς το 'κανες αυτό;— έσβησε άκαρδα την εικόνα–εικόνισμα που τόσες γενιές το είχαμε ευλαβικά φυλαγμένο βαθιά στην καρδιά μας, ανεκτίμητο φυλακτό. Δεν χρειάστηκε αυτή τη φορά ο λύκος να φάει την αγαπημένη μας Κοκκινοσκουφίτσα για να τη χάσουμε· ήταν αρκετό που η ίδια μάς δήλωσε πριν από ένα χρόνο και κάτι, στις αρχές Γενάρη του 2011, ότι είναι γιαγιά, και μάλιστα ο εγγονός της πήγαινε, τότε, στην πρώτη γυμνασίου… Κι απ' τον λύκο του παραμυθιού υπήρχε γλυτωμός… Όταν όμως αφήνουμε το παραμύθι, αντικρίζουμε τον αντίποδά του, την πραγματικότητα, γεμάτη από λυσσασμένους λύκους. Σκληρή. Αμείλικτη. Άτεγκτη. Αδυσώπητη. Ανελέητη. Δεν χωράει σ' αυτή το κοριτσάκι Κοκκινοσκουφίτσα· η γιαγιά Κοκκινοσκουφίτσα, ίσως…

Ο εγγονός της Κοκκινοσκουφίτσας, ο Γιαννάκης, φέτος πηγαίνει στη δευτέρα γυμνασίου. Πρώτος μαθητής στην τάξη του και πολύ καλός χαρακτήρας. Ένα γλυκύτατο αγοράκι. Επιμελέστατος, δεν χρειάζεται παρότρυνση για να μελετήσει τα μαθήματα του σχολείου, τα αγγλικά, τα γαλλικά… Μάλιστα από μικρός έχει συνηθίσει να συγκεντρώνεται και να μελετά προσεκτικά και μεθοδικά, κρατώντας σημειώσεις και πολλές φορές, όπου κρίνει ότι πρέπει να δώσει ιδιαίτερη προσοχή, υπογραμμίζοντας το αντίστοιχο κομμάτι ή, ακόμη, γράφοντας στο περιθώριο ή ανάμεσα στις γραμμές του βιβλίου σχόλια και παρατηρήσεις δικές του ή συμπληρώσεις που άκουσε από τον καθηγητή του κατά την παράδοση. Έτσι τα βιβλία του μετασχηματίζονται σε χρηστικά εργαλεία εντελώς προσαρμοσμένα στις ανάγκες του χρήστη τους, φιλικά, γνώριμα. Όπως ο κάθε οδηγός πρασαρμόζει στα δικά του μέτρα, ανάγκες και γούστα το αμάξι του. Όπως ακριβώς ο τεχνίτης προσαρμόζει τα εργαλεία του στα δικά του μέτρα και ανάγκες. Και βέβαια, όπως ο τεχνίτης δένεται με τα εργαλεία του, έτσι κι ο Γιαννάκης δένεται με τα βιβλία του. Ο Γιαννάκης είναι ικανοποιημένος από τη σχέση αυτή που έχει αναπτύξει με τα βιβλία του, αλλά… Αλλά ξαφνικά σαν κάτι ν' αρχίζει να τρίζει σ' αυτή τη σχέση. Να τρίζει μόνο άραγε; Πολύ φοβάται ο Γιαννάκης ότι αυτή η σχέση του με τα βιβλία κινδυνεύει (ή μήπως πρέπει;) να διαλυθεί. Όχι από δική του υπαιτιότητα, όχι. Μα ούτε και τα βιβλία του, βέβαια, έχουν κανένα λόγο να εναντιώνονται σ' αυτή τη σχέση. Φαίνεται, απ' ό,τι κατάλαβε ο Γιαννάκης, πως αυτή η αναστάτωση προέρχεται από πάνω, από το Υπουργείο, για κάποιο λόγο που αδυνατεί το παιδικό του μυαλό να συλλάβει. Κάποιο έγγραφο έστειλε το Υπουργείο, μίλησε γι' αυτό ο διευθυντής χτες το πρωί σ' όλους τους μαθητές, όπως ήταν παραταγμένοι στο προαύλιο πριν μπουν στις τάξεις. Μάλιστα το είπε «εγκύκλιο» το έγγραφο αυτό ο διευθυντής. Απ' ό,τι μπόρεσε να συγκρατήσει ο Γιαννάκης, το Υπουργείο μιλούσε για «σεβασμό στο βιβλίο», για «νέα αντίληψη» και «νέα στάση» απέναντι στο βιβλίο, για «περιβαλλοντική συνειδητοποίηση», για «επαναχρησιμοποίηση των βιβλίων», για «εξοικονόμηση πόρων» και άλλα τέτοια, σπουδαία μάλλον αλλά όχι τόσο χειροπιαστά για τον Γιαννάκη. Όμως, κι αυτό —αλίμονο— ήταν χειροπιαστό, είπε καθαρά ότι στο τέλος της χρονιάς οι μαθητές πρέπει να παραδώσουν στο σχολείο όλα τα βιβλία τους, για να τα πάρει το Υπουργείο και να τα δώσει του χρόνου σε άλλα παιδιά. Γι' αυτό, είπε, οι μαθητές πρέπει να προσέχουν τα βιβλία τους και να τα κρατούν καθαρά. Να μη γράφουν και να μη σημειώνουν πάνω σ' αυτά! Αυτά άκουσε ο Γιαννάκης και πολύ αναστατώθηκε. Δεν φανταζόταν, και κανένας στο σπίτι του δεν του 'χε πει, ότι δεν είναι σωστό να υπογραμμίζει τα βιβλία του και να γράφει σημειώσεις πάνω σ' αυτά. «Και καλά» σκέφτεται «αν έκανα λάθος, να το διορθώσω, μιας και τα λάθη μας πρέπει να τα διορθώνουμε. Αλλά γιατί είναι λάθος; Και πώς θα διαβάζω από δω και πέρα χωρίς να σημειώνω στα βιβλία μου; Με ρωτάνε αν μπορώ να αλλάξω τρόπο μελέτης; Τι τους έφταιξα; Αμ το άλλο; Ποιος τους είπε αυτωνών στο Υπουργείο ότι τελειώνοντας το σχολικό έτος “τελειώνει και η σχέση μου με τα βιβλία της χρονιάς;” Εγώ τα βιβλία μου τα θέλω! Και ο σοφός παππούς μου, ο μακαρίτης, που έχει τα βιβλία του γεμάτα υπογραμμίσεις και σημειώσεις, κι αυτός λάθος έκανε; ΑΔΥΝΑΤΟΝ! Κάποιο λάθος κάνετε σεις στο Υπουργείο, σίγουρα!»

Αυτά τα πελώρια ερωτήματα στριφογυρνούσαν στο μυαλό του μικρού μαθητή από χτες και απάντηση δεν έβρισκαν. Γι' αυτό ο Γιαννάκης σήμερα το πρωί ξεκίνησε για το σχολείο του αποφασισμένος το δίχως άλλο να διατυπώσει τις απορίες του στον φιλόλογο, που τον είχαν την πρώτη ώρα κι ήταν άνθρωπος με κατανόηση. Άσε που, όπως ακουγόταν, δεν τον πολυπήγαινε αυτόν τον αχώνευτο τον γυμνασιάρχη. Αυτός σίγουρα θα του τα εξηγούσε όλα αυτά τα ακατανόητα. Έτσι είχε κατά νου να κάνει, αλλά ο καλός του καθηγητής τον πάγωσε με την αναπάντεχη για τον Γιαννάκη ενέργειά του με το που μπήκε στην τάξη, ενέργεια που ο Γιαννάκης τη χαρακτήρισε «στάση συμπόρευσης με την εγκύκλιο». Τι έκανε; «Πριν αρχίσουμε το μάθημα» είπε στους μαθητές του αντί για καλημέρα «να σας πω σχετικά με την εφαρμογή της εγκυκλίου του Υπουργείου για τα βιβλία, για την οποία σας μίλησε χτες ο γυμνασιάρχης. Έχει συσταθεί επταμελής επιτροπή, όπως ακριβώς ορίζει η εγκύκλιος, αποτελούμενη από τον γυμνασιάρχη, τρεις καθηγητές, ένα μέλος του συλλόγου γονέων και δύο μαθητές, η οποία έχει αποστολή να εποπτεύει την υλοποίηση του προγράμματος συλλογής και επαναχρησιμοποίησης των βιβλίων. Στο πλαίσιο αυτό μεριμνά ώστε να διατηρούνται σε καλή κατάσταση τα βιβλία. Έτσι αύριο κάποιο μέλος της επιτροπής θα επισκεφτεί την τάξη μας και θα ελέγξει τα βιβλία σας…».

Οι απορίες του μικρού Γιαννάκη δεν λύθηκαν στο σχολείο. Αλλά ο Γιαννάκης είναι αστέρι. Κι έχει και γιαγιά την Κοκκινοσκουφίτσα, πιο λαμπρό αστέρι —έννοια σας, θα της μοιάσει και θα την ξεπεράσει ο Γιαννάκης, αυτό θέλει κι η Κοκκινοσκουφίτσα. Του 'πε λοιπόν η γιαγιά: —«Γιαννάκη, μπες στο ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ και διάβασε την ανάρτηση Α! Η… κουλτούρα λοιπόν κι ύστερα έλα να σου πω κι αυτά που δεν γράφει ο Δικαίος».

Διάβασε το παιδί κι ύστερα άκουσε και τη γιαγιά του να του λέει:

Γιαννάκη, αγόρι μου, ο κόσμος είναι γεμάτος ψέματα. Και η εγκύκλιος, κι αυτή ψέματα λέει πως το πρόγραμμα συλλογής και επαναχρησιμοποίησης των σχολικών βιβλίων έχει εθελοντικό χαρακτήρα. Γιατί και να έχουν οι άνθρωποι του Υπουργείου πρόθεση να γίνεται η συλλογή κ.λπ. σε εθελοντική βάση, όταν δίνουν λεφτά σε κάθε σχολείο λαβαίνοντας υπ' όψη και τι εξοικονόμηση χρημάτων πετυχαίνει το σχολείο από την επαναχρησιμοποίηση των βιβλίων, καταλαβαίνεις ότι το αναγκάζει να συμμετέχει στο πρόγραμμα. Χώρια τα βραβεία για τα σχολεία που είναι πρωτοπόρα στην υλοποίηση του προγράμματος. Και, φυσικά, όταν ένας διευθυντής αποφασίσει να συμμετάσχει το σχολείο του στο πρόγραμμα, υπάρχει περίπτωση κάποιος μαθητής να μη συμμετάσχει; Ούτε μία στο εκατομμύριο!

Κάτι ακόμη, Γιαννάκη. Αυτή η εγκύκλιος είναι ο προπομπός (ξέρεις τι θα πει αυτό, ε;) ενός νόμου που θα γίνει αύριο. Ο νόμος αυτός θα υποχρεώνει όποιον θέλει να κρατάει τα βιβλία του, όποιον θέλει να έχει καινούργια βιβλία για τη μελέτη του, όποιον γράφει πάνω στα βιβλία του, όποιον με άλλα λόγια δεν έχει την κουλτούρα των φωστήρων (έτσι δεν τους λέει ο Δικαίος;) του Υπουργείου, να πληρώνει τα βιβλία. Και θα τα πληρώνει ακριβά!

Αχ! Αυτά είπε η Κοκκινοσκουφίτσα και να δούμε πώς θα καταφέρουμε με τόση και τέτοια κουλτούρα να κατουρίσουμε[1]! Το έχουμε ανάγκη!

— — — — — — — — — — — — — — — — — — — —

[1]κατουρίζω: 1. πνέω ούριος | 2. πλέω με ούριο άνεμο | 3. (μτφορ) έχω καλή έκβαση (με αυτή τη σημασία στο κείμενο).

— — — — — — — — — — — — — — — — — — — —

Τελειώνω αφιερώνοντας στην κυρία Άννα Διαμαντοπούλου ένα ποίημα που έγραψα ειδικά για την εξοχότητά της. Το ποίημα αυτό το έχει μελοποιήσει ο μεγάλος Βασίλης Τσιτσάνης. Η αλήθεια είναι πως δεν έχει γίνει ευρύτερα γνωστό (ας αναρωτηθεί η κυρία υπουργός γι' αυτό). Αντίθετα η ίδια μελωδία είναι πασίγνωστη πάνω σε στίχους του συνθέτη με τίτλο «Μες στην πολλή σκοτούρα μου»:

Μες στην πολλή κουλτούρα σου

Με την πολλή κουλτούρα σου
γιατί να σε γνωρίσω;
Κλαίω και λέω μυστικά για σένανε
γιατί να σε ψηφίσω;

Γιατί στα μαθητούδια μας
βιβλία δεν χαρίζεις;
Αφού την ψήφο μου έριξα για σένανε,
γιατί με βασανίζεις;

Θέλω να ξέρω πού το πας
και ποιόνε κοροϊδεύεις.
Αχ! Με πλάνεψες κι άλλη φορά να μη σε δω
ψήφο να μου γυρεύεις!