Δύσοσμος είναι, δεν θ' ασχοληθώ ιδιαίτερα με την αφεντιά (διάβαζε ασχήμια) του. Ναι, για τον Πάγκαλο (εκ του παν + κάλος, σχηματισμός κατά το πανηλίθιος) ο λόγος, ο οποίος έγρουξε πάλι, κατά το συνήθειό του. Το γρούξιμο αυτό ακούστηκε σε κάποια αίθουσα του πανεπιστημίου της Οξπόρδης (όπου πολλοί χάχες το απόλαυσαν η όλη εκδήλωση ενδεικτική της κατάντιας των πνευματικών ιδρυμάτων στον εμπορευματοποιημένο καπιταλιστικό κόσμο μας) πέρυσι τον Μάιο, αλλά έφτασε στ' αφτιά μας πρόσφατα χάρη σε δημοσίευμα ελληνικής εφημερίδας. Κι έτσι μάθαμε ότι ο ανόητος αυτός πάγκαλος (=παν+κάλος) νόμισε ότι θα μπορούσε να βρομίσει τους ήρωες αγωνιστές του 1821! Τα ξέρετε
«Ένα μάτσο αγράμματοι και απλοϊκοί χωριάτες που μετά βίας μιλούσαν ελληνικά εξεγέρθηκαν κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στη θέση της εγκαθίδρυσαν ένα σύστημα πελατειακών σχέσεων, το οποίο παραμένει άθικτο μέχρι σήμερα» απεφάνθη ο υπερφυσικός βοθρα(σ)κός
Κι επειδή όταν μαθεύτηκαν οι πομπές του ξεσηκώθηκε μεγάλη κατακραυγή εναντίον του, αυτός ο αδάμας της ευπρέπειας βρήκε να πει ότι κάτι φοιτητές «του κώλου» τον βιντεοσκόπησαν και πήραν τα λόγια του και τα έκοψαν και τα έραψαν, ιδού το πλήρες βίντεο, χωρίς κοπτοραπτική, όπου αποδεικνύεται ότι όταν λείπει το θάρρος (να παραδεχτεί ό,τι είπε), περισσεύει το θράσος του ψεύτη (επειδή μάλλον δεν θ' αντέχετε δίωρη παγκαλειάδα, δείτε στο 19:00 περίπου το επίμαχο σημείο):
Ο ΠΑΓΚΑΛΟΣ ΣΤΗΝ ΟΞΠΟΡΔΗ
Αντί απάντησης δικής μου, ας παραχωρήσω το βήμα σ' έναν αγράμματο αγωνιστή της εθνεγερσίας του 1821, τον στρατηγό Μακρυγιάννη. Είναι ο πρόλογος από τα ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ του, παρμένος από την έκδοση σε επιμέλεια Ι. Βλαχογιάννη. Μας λέγει καθαρά ο «μπαρμπα-Γιάννης» ποιοι εγκατέστησαν φαύλο κράτος, ποιοι «δεν άφησαν λεπτό εις το ταμείο και όλο το κράτος τὄφεραν σε μίαν μεγάλη δυστυχία και ἀνωμαλία»
Ἀδελφοί ἀναγνῶστες!
Ἐπειδὴ ἔλαβα αὐτείνη τὴν ἀδυναμία νὰ σᾶς βαρύνω μὲ τὴν ἀμάθειά μου (ἂν ἔβγουν εἰς φῶς αὐτὰ ὁποῦ σημειώνω ἐδῶ καὶ ξηγῶμαι πότε μὲ κόλλησε αὐτείνη ἡ ἰδέα, ἀπὸ τὰ 1829, Φλεβαρίου 26, εἰς τὸ Ἄργος καὶ ἀκολουθῶ ἀγῶνες καὶ ἄλλα περιστατικὰ τῆς πατρίδος) σᾶς λέγω, ἂν δὲν τὰ διαβάσετε ὅλα, δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα κανένας ἀπὸ τοὺς ἀναγνῶστες νὰ φέρῃ γνώμη οὔτε ὑπέρ, οὔτε κατά. Ὅτι εἶμαι ἀγράμματος καὶ δὲν μπορῶ νὰ βαστήσω ταχτικὴ σειρὰ ῾σ τὰ γραφόμενα, και [
][1] τότε φωτίζεται καὶ ὁ ἀναγνώστης. Μπαίνοντας εἰς αὐτὸ τὸ ἔργον καὶ ἀκολουθώντας νὰ γράφω δυστυχήματα ἀναντίον τῆς πατρίδος καὶ θρησκείας, ὁποῦ τῆς προξενήθηκαν ἀπὸ τὴν ἀνοησίαν μας καὶ ῾διοτέλειά μας καὶ ἀπὸ θρησκευτικοὺς καὶ ἀπὸ πολιτικοὺς καὶ ἀπὸ ῾μᾶς τοὺς στρατιωτικούς, ἀγαναχτώντας καὶ ἐγὼ ἀπ᾿ οὖλα αὐτά, ὅτι ζημιώσαμε τὴν πατρίδα μας πολὺ καὶ χάθηκαν καὶ χάνονται τόσοι ἀθῶοι ἄνθρωποι, σημειώνω τὰ λάθη ὀλωνῶν καὶ φτάνω ὡς τὴν σήμερον, ὁποῦ δὲν θυσιάζομε ποτὲς ἀρετὴ καὶ πατριωτισμὸν καὶ εἴμαστε σὲ τούτην τὴν ἄθλια κατάστασιν καὶ κιντυνεύομεν νὰ χαθοῦμεν. Γράφοντας αὐτὰ τὰ αἴτια καὶ τὴς περίστασες, ὁποῦ φέραμεν τὸν ὄλεθρον τῆς πατρίδας μας ὅλοι μας, τότε ὡς ἔχοντας καὶ ἐγὼ μερίδιον εἰς αὐτείνη τὴν πατρίδα καὶ κοινωνία, γράφω μὲ πολλὴ ἀγανάχτησιν ἀναντίον τῶν αἰτίων, ὄχι νά ῾χω καμμιὰ ἰδιαίτερη κακία ἀναντίον τους, ἀλλὰ ὁ ζῆλος τῆς πατρίδος μοῦ δίνει αὐτείνη τὴν ἀγανάχτησιν καὶ δὲν μπόρεσα νὰ γράψω γλυκώτερα. Αὐτὸ τὸ χειρόγραφον, ἀπὸ τὴν περίστασιν ὁποῦ μοῦ ἔγιναν πολλὲς καταδρομές, τὸ εἶχα κρυμμένο. Τώρα ὁποῦ τὸ ἔβγαλα, τὸ διάβασα ὅλο καὶ ἔγραψα ὡς τὰ 1850 Ἀπρίλη μῆνα, καὶ διαβάζοντάς το εἶδα ὅτι δὲν ξηγῶμαι γλυκώτερα διὰ κάθε ἄτομον. Πρῶτο λοιπὸν αὐτό, καὶ ὕστερα σὲ πολλὰ μέρη ῾παναλαβαίνω πίσω τὰ ἴδια (ὅτι εἶμαι ἀγράμματος καὶ δὲν θυμῶμαι καὶ δὲν βαστῶ σειρὰ ταχτική) καὶ τρίτο, ἐκεῖνα ὁποῦ σημειώνω εἰς τὴν πρωτοϋπουργίαν τοῦ Κωλέτη, ὁποῦ ἔκαμεν τόσα μεγάλα λάθη ἀναντίον τῆς πατρίδος του καὶ τῆς θρησκείας του καὶ τῶν συναγωνιστῶν του, ὅλων τῶν τίμιων ἀνθρώπων καὶ νὰ χύσῃ τόσα ἄδικα αἵματα τῶν ὁμογενῶν του καὶ νὰ πάθῃ ἡ δυστυχισμένη του πατρίδα καὶ νὰ παθαίνῃ καὶ τώρα εἰς τὸν πεθαμό του[2] ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς μαθητάς του καὶ συντρόφους του, ὁποῦ μᾶς κυβερνοῦν· καὶ οἱ προκομμένες του οἱ Βουλὲς καὶ ἄλλοι τοιοῦτοι, ὁποῦ δὲν ἄφησαν λεπτὸ εἰς τὸ ταμεῖο καὶ ὅλο τὸ κράτος τὄφεραν σὲ μίαν μεγάλη δυστυχία καὶ ἀνωμαλία· καὶ ἕνας μεγάλος στόλος τῶν σκύλων[3] μᾶς ἔχουν μπλόκον[4], ὁποὖναι περίτου[5] ἀπὸ τρεῖς μῆνες, καὶ μᾶς πῆραν ὅλα τὰ καράβια καὶ μᾶς κατακερμάτισαν ὅλο τὸ ἐμπόριον καὶ τζαλαπάτησαν τὴν σημαίαν μας καὶ πεθαίνουν τῆς πείνας οἱ ἀνθρῶποι τῶν νησιῶν καὶ ἐκεῖνοι ὁποὔχουν τὰ καράβια τους γκιζεροῦν[6] εἰς τοὺς δρόμους καὶ κλαῖνε μὲ μαῦρα δάκρυα. Ὅλα αὐτὰ τὰ δεινὰ καὶ ἄλλα πλῆθος εἶναι ἔργα τοῦ Κωλέτη καὶ τῆς συντροφιᾶς του, ὁποῦ ἄφησε ἐντολὴ νὰ κυβερνιώμαστε μὲ αὐτὸ τὸ σύστημα καὶ μὲ τοὺς τοιούτους συντρόφους του. Καὶ ἀπὸ αὐτὸ παθαίνομεν καὶ τί θὰ πάθωμεν ἀκόμα ὁ Θεὸς τὸ γνωρίζει. Καὶ αὐτὰ ἦταν διὰ τοὺς ξένους σκοπούς του καὶ τὴς ῾διοτέλειές του καὶ γιὰ νὰ κατακερματίσουνε καὶ τὴν Τρίτη Σεπτεβρίου ὁποῦ διαλαβαίνει περὶ θρησκείας καὶ ἄλλης σωτηρίας τῆς πατρίδος αὐτὸ τὸ Σύνταμα[7] καὶ τὄχομεν εἰς τὸ χαρτὶ καὶ ἀντὶς νὰ μᾶς ὠφελήσῃ μᾶς ἀφανίζει ὁλοένα. Ὅλοι οἱ ἄλλοι, ὁποῦ γράφω ἐξ ἀρχῆς, εἶναι ἅγιοι ὀμπρὸς ῾σ αὐτὸν καὶ τὴν συντροφιά του τὴ σημερνή, μ᾿ ὅλον ὁποῦ τὰ λάθη τὰ πρῶτα ἐγέννησαν καὶ τοῦτα.
Διὰ ὅλα αὐτὰ γράφω ἐδῶ. Ὡς ἄνθρωπος μπορῶ νὰ πεθάνω καὶ ἢ τὰ παιδιά μου, ἢ ἄλλος τὰ ἀντιγράψη, γιὰ νὰ τὰ βγάλῃ εἰς φῶς, πρῶτο τοὺς ἀνθρώπους, ὁποῦ γράφω μ᾿ ἀγανάχτησιν ἀναντίον τους, νὰ βάνῃ τὶς πράξες τοῦ κάθε ἑνοῦ καὶ τ᾿ ὄνομά του μὲ καλὸν τρόπον, ὄχι μὲ βρισές, διὰ νὰ χρησιμεύουν αὐτὰ ὅλα εἰς τοὺς μεταγενεστέρους καὶ νὰ μάθουν νὰ θυσιάζουν διὰ τὴν πατρίδα τους καὶ θρησκεία τους περισσότερη ἀρετή, νὰ ζήσουν ὡς ἀνθρῶποι ῾σ αὐτὴν τὴν πατρίδα καὶ μ᾿ αὐτὴν τὴν θρησκείαν. Χωρὶς ἀρετὴ καὶ πόνο εἰς τὴν πατρίδα καὶ πίστη εἰς τὴν θρησκεία τους ἔθνη δὲν ὑπάρχουν. Καὶ προσοχὴ νὰ μὴν τοὺς ἀπατάγῃ ἡ ῾διοτέλεια. Καὶ ἂν σκοντάψουν, τότε εἰς τὸν κρεμνὸν θὰ πηγαίνουν, καθὼς τὸ πάθαμεν ἐμεῖς. Ὅλο εἰς τὸν κρεμνὸν κυλάμεν κάθε ῾μέρα. Ὅταν λοιπὸν βγῇ αὐτὸ τὸ χειρόγραφον εἰς φῶς, διαβάζοντας τὸ ὅλο οἱ τίμιοι ἀναγνῶστες, ἀρχὴ καὶ τέλος, τότες ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ κάμῃ ὁ καθεὶς των τὴν κρίση του εἴτε ὑπέρ, εἴτε κατά.
ΣHMEIΩΣΕΙΣ:
- Λέξεις δυσανάγνωστες, λόγω φθορᾶς τοῦ χειρογράφου.
- Ο Κωλέτης πέθανε την 1η Σεπτεμβρίου 1847, εποχή ταραχώδη, πολιτικών ανταγωνισμών, στάσεων και ανταρσιών.
- σκύλοι: οι Άγγλοι, τους οποίους ο Μακρυγιάννης μισούσε σφόδρα τότε.
- Εννοεί τον αποκλεισμό του Πάρκερ, ο οποίος άρχισε στις 6 Ιανουαρίου 1850. Ο Μακρυγιάννης, όπως γράφει λίγο παραπάνω, τελείωσε τα απομνημονεύματά του «ως τα 1850 Απρίλη μήνα», τον δε πρόλογο τον έγραψε κατόπιν, όπως επίσης μας πληροφορεί στην αρχή. Πότε ακριβώς; Όπως συνάγεται από το σημείο αυτό, στο οποίο αναφέρει ότι ο αποκλεισμός διαρκεί πάνω από τρεις μήνες, ο πρόλογος γράφτηκε τον Απρίλη του 1850.
- περίτου από (επίσης: περίτ[τ]ο από): πάνω από, υπέρ
- γκιζερώ: πλανώμαι ασκόπως
- σύνταμα: σύνταγμα