Ο Βάλντεν Μπέλο (Walden Bello), γεννημένος στη Μανίλα των Φιλιππίνων το 1945, είναι συγγραφέας, ακαδημαϊκός, πολιτικός και πολιτικός αναλυτής. Είναι καθηγητής κοινωνιολογίας και δημόσιας διοίκησης στο πανεπιστήμιο Diliman των Φιλιππίνων. Σήμερα είναι μέλος του Κογκρέσου των Φιλιππίνων, εκλεγμένος με το κόμμα Ακμπαγιάν (Akbayan), στην εκλογική λίστα (ψηφοδέλτιο) του οποίου κατείχε τη 2η θέση. Συμμετέχει στη δράση «Η Εξωτερική Πολιτική στο Επίκεντρο».
«Η Εξωτερική Πολιτική στο Επίκεντρο» (Foreign Policy in Focus - FPIF) είναι ένα πρόγραμμα του «Ινστιτούτου Μελετών Πολιτικής» (Institute for Policy Studies), το οποίο έχει έδρα την Ουάσιγκτον και αυτοπροβάλλεται ως «πολιτικώς προοδευτική δεξαμενή σκέψης». Το FPIF, με τη σειρά του, αυτοπροσδιορίζεται ως «δεξαμενή σκέψης χωρίς τείχη», η οποία «συνενώνει την έρευνα και τη δράση περισσοτέρων από 600 μελετητών, υποστηρικτών και ακτιβιστών, που επιζητούν να καταστήσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες έναν πλέον υπεύθυνο παγκόσμιο εταίρο (τόσο… «πολιτικώς προοδευτική» δράση σχολιάζω, πλην διευκρινίζω ότι τούτο δεν αποτελεί ούτε μομφή ούτε καν αιχμή προς τον Βάλντεν Μπέλο, έναν από τους πιο σημαντικούς διανοούμενους της Ν.Α. Ασίας, άξιο σεβασμού).
Στο άρθρο του με τίτλο, υπό μορφή ρητορικού ερωτήματος, «H Διαφθορά Γεννά Φτώχεια;», το οποίο παραθέτω στη συνέχεια μεταφρασμένο από μένα, ο Βάλντεν Μπέλο δεν διστάζει να δώσει σαφή και τεκμηριωμένη απάντηση, αρνητική κατ’ ουσίαν, ανασκευάζοντας και συνάμα στηλιτεύοντας την καθόλου αθώα προπαγάνδα πολλών αστών, ότι τάχα η πτώχευση μιας χώρας είναι κατά κύριο λόγο αποτέλεσμα της διαφθοράς της ηγεσίας, του κρατικού μηχανισμού, των αξιωματούχων. Αναδεικνύει ότι η προπαγάνδα αυτή γνωστή και υπό τη συζυγή μορφή της, αυτήν που έχει αναγάγει τη διαφάνεια σε υπέρτατη αξία της κοινωνίας, ωσάν αυτή να ήταν το απόλυτο όπλο κατά της διαφθοράς, άρα και το κλειδί για την ευημερία του λαού ταυτίζεται με την προπαγάνδα του τραπεζικού κατεστημένου ή, πιο ακριβολόγα προκειμένου για χώρες που έχουν εξανδραποδιστεί απ’ αυτό, της τραπεζικής υπερεξουσίας (ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα κ.λπ.), αν δεν εκπορεύεται από αυτή. Η πολιτική που υπαγορεύει η τραπεζική υπερεξουσία στις υποτελείς σ’ αυτή χώρες, πολιτική προσανατολισμένη αυστηρά στην εξυπηρέτηση του χρέους, αυτή ακριβώς είναι υπεύθυνη για συνέπειες πολύ πιο καταστροφικές από την όποια διεφθαρμένη εξουσία ή διεφθαρμένη κρατική μηχανή. Το κύριο, το πρωταρχικό είναι η κατεύθυνση της ακολουθούμενης πολιτικής. Έτσι, η ιστορία δείχνει ότι χώρες που αγνόησαν τις εντολές της τραπεζικής υπερεξουσίας, μη ακολουθώντας πολιτική προσανατολισμένη μονομερώς στην εξυπηρέτηση του χρέους αλλά πολιτική προστασίας του λαϊκού εισοδήματος και των συντελεστών της εγχώριας οικονομίας (εμπορίου, μεταποίησης, γεωργίας), ακόμη και αν είχαν διεφθαρμένους κυβερνήτες, είχαν πολύ καλύτερες επιδόσεις σε σύγκριση με χώρες που εφάρμοσαν, ακόμη και με χρηστή διακυβέρνηση, τις επιταγές των τραπεζιτών. Και οι λαϊκές μάζες το αντιλαμβάνονται αυτό. Αλλά η αντιλαϊκή πολιτική της οικονομικής ολιγαρχίας έχει την ανάγκη κάποιου ελκυστικού περιτυλίγματος διάβαζε: προπετάσματος καπνού, σαν το τροπάρι της διαφάνειας…
Αλλά ας παραχωρήσω το βήμα στον Βάλντεν Μπέλο:
H Διαφθορά Γεννά Φτώχεια;
Του Βάλντεν Μπέλο, 21 Απριλίου 2010
Μετάφραση: Λ.–Δ. Παπαδέας
Στις αναπτυσσόμενες χώρες γίνεται πολύς λόγος γύρω από το ζήτημα της διαφθοράς. Στις Φιλιππίνες, για παράδειγμα, ο συνασπισμός που εμφανίζεται ως πιθανός νικητής των προεδρικών εκλογών του 2010 προβάλλει το σλόγκαν: «Χωρίς διεφθαρμένους στην εξουσία, δεν υπάρχουν φτωχοί πολίτες».
Δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι τα διεθνή οικονομικά ινστιτούτα δίνουν μεγάλο βάρος στο ζήτημα αυτό. Η Παγκόσμια Τράπεζα έχει κάνει κύριο άξονα της δουλειάς της την «καλή διακυβέρνηση», διαβεβαιώνοντας ότι «η εστίαση του Ομίλου της Παγκόσμιας Τράπεζας στη διακυβέρνηση και στην καταπολέμηση της διαφθοράς προκύπτει από τη δέσμευσή της να μειωθεί η φτώχεια —μια χώρα ικανή και υπολογίσιμη δημιουργεί ευκαιρίες για τους φτωχούς, προσφέρει καλύτερες υπηρεσίες και βελτιώνει τους δείκτες ανάπτυξης».
Επειδή η διαφθορά υποσκάπτει την εμπιστοσύνη προς την κυβέρνηση, ασφαλώς πρέπει να καταδικάζεται, οι δε διεφθαρμένοι αξιωματούχοι να τιμωρούνται αποφασιστικά. Επίσης η διαφθορά αδυνατίζει τους ηθικούς δεσμούς της κοινωνίας, πάνω στους οποίους στηρίζονται οι δημοκρατικές πρακτικές και διαδικασίες. Αλλά, αν και η έρευνα καταδεικνύει ότι η διαφθορά έχει κάποια συμβολή στην εξάπλωση της φτώχειας, δεν είναι η πρωταρχική αιτία της φτώχειας και της οικονομικής στασιμότητας, παρά την κοινή πεποίθηση περί του αντιθέτου.
Τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας και της Διεθνούς Διαφάνειας δείχνουν ότι οι Φιλιππίνες και η Κίνα παρουσιάζουν το ίδιο επίπεδο διαφθοράς. Ωστόσο η Κίνα είχε ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 10,3% το διάστημα από το 1990 έως το 2000, ενώ οι Φιλιππίνες μόνο 3,3%. Επιπρόσθετα, όπως καταδεικνύει μια πρόσφατη μελέτη των Σάο Μιν Λι και Γιου Ντι Βου, «η Κίνα δεν είναι η μόνη· υπάρχουν και άλλες χώρες που έχουν σχετικά υψηλό βαθμό διαφθοράς και, ταυτόχρονα, υψηλό ρυθμό ανάπτυξης».
Το κυρίαρχο τροπάρι και τα όριά του
Το τροπάρι «η διαφθορά γεννά τη φτώχεια» έχει γίνει τόσο κυρίαρχο, ώστε συχνά έχει εξωθήσει κάποια ζητήματα πολιτικής στο περιθώριο του πολιτικού διαλόγου. Αυτή η αντίληψη είναι προσφιλής στην ελίτ και στη μεσαία τάξη, οι οποίες δεσπόζουν στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Συνιστά επίσης μια ασφαλή γλώσσα του πολιτικού ανταγωνισμού μεταξύ των πολιτικών. Οι πολιτικοί ηγέτες μπορούν να εκτοξεύουν κατηγορίες για διαφθορά ο ένας εναντίον του άλλου για εκλογικές σκοπιμότητες χωρίς να καταφεύγουν στην αποσταθεροποιητική ταξική ανάλυση.
Ωστόσο αυτό το τροπάρι περί διαφθοράς γίνεται ολοένα και λιγότερο ελκυστικό στις φτωχότερες τάξεις. Παρ’ όλη τη διαφθορά με την οποία σημαδεύτηκε η εξουσία του, ο Ιωσήφ Εστράντα κατέχει την αξιοσέβαστη τρίτη θέση στη διεκδίκηση της προεδρίας στις Φιλιππίνες, με σταθερή υποστήριξη από πολλές κοινότητες φτωχών λαϊκών στρωμάτων των πόλεων. Αλλ’ ίσως στην Ταϊλάνδη ακριβώς οι κατώτερες τάξεις έχουν αποφασιστικότατα απορρίψει τη συζήτηση για τη διαφθορά, την οποία συζήτηση η ελίτ και η ορμώμενη από την Μπανγκόκ μεσαία τάξη ανέπτυξαν για να πετύχουν το 2006 την απομάκρυνση του Ταξίν Σιναβάτρα από το πρωθυπουργικό αξίωμα.
Όταν ο Ταξίν ήταν στην εξουσία, χρησιμοποίησε ξεδιάντροπα το αξίωμά του για να διευρύνει την επιχειρηματική αυτοκρατορία του. Αλλά οι αγροτικές μάζες και οι κατώτερες τάξεις των αστικών κέντρων —η βάση των αποκαλούμενων «Κόκκινων Πουκαμίσων»— έχουν παραβλέψει εν προκειμένω τη διαφθορά και αγωνίζονται για να επαναφέρουν στην εξουσία τον συνασπισμό του. Η περίοδος του Ταξίν από το 2001 έως το 2006 έχει αποτυπωθεί στη μνήμη τους ως χρυσή εποχή. Η Ταϊλάνδη ανέκαμψε από την ασιατική οικονομική κρίση ύστερα από την αποπομπή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) από τον Ταξίν και την προώθηση από τον Ταϊλανδό ηγέτη αναπτυξιακών πολιτικών με αναδιανεμητικό χαρακτήρα, όπως φτηνή υγειονομική περίθαλψη για όλους, χορήγηση σε κάθε πόλη αναπτυξιακού κονδυλίου ενός εκατομμυρίου μπαχτ (το εθνικό νόμισμα της Ταϊλάνδης, ίσο περίπου με 0,030$) και πάγωμα της αποπληρωμής των χρεών των αγροτών. Αυτά τα μέτρα άλλαξαν τη ζωή τους.
Τα «Κόκκινα Πουκάμισα» του Ταξίν έχουν πιθανώς δίκιο στην αυτονόητη κρίση τους, ότι τα φιλολαϊκά μέτρα βαρύνουν περισσότερο από τη διαφθορά όταν οδηγούν στην αντιμετώπιση της φτώχειας. Πράγματι, στην Ταϊλάνδη και αλλαχού, οι πούροι τεχνοκράτες είναι πιθανόν υπεύθυνοι για τη μεγαλύτερη φτώχεια παρά οι πιο διεφθαρμένοι πολιτικοί. Η συζήτηση περί διαφθοράς ως αιτίας της φτώχειας είναι χωρίς αμφιβολία πιο δημοφιλής στην ελίτ και στους διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς, επειδή χρησιμεύει σαν προπέτασμα καπνού έναντι των δομικών αιτιών της φτώχειας και της στασιμότητας, ως και έναντι των επιλογών λανθασμένης πολιτικής των πλέον διαφανών τεχνοκρατών.
Η περίπτωση των Φιλιππίνων
Η περίπτωση των Φιλιππίνων από το έτος 1986 και μετέπειτα δείχνει τη μεγαλύτερη ερμηνευτική ισχύ της «θεωρίας της εσφαλμένης πολιτικής» έναντι της «θεωρίας της διαφθοράς». Σύμφωνα με μια ανιστόρητη θεώρηση, η μαζική διαφθορά οδήγησε σε ασφυξία την υπόσχεση της μετά Μάρκο φιλολαϊκής δημοκρατίας. Αντίθετα, η θεωρία της εσφαλμένης πολιτικής εντοπίζει τα κομβικά αίτια της υπανάπτυξης και της φτώχειας των Φιλιππίνων σε ιστορικά γεγονότα και εξελίξεις.
Το σύμπλεγμα των πολιτικών που ώθησαν τις Φιλιππίνες σε οικονομικό τέλμα κατά τα τελευταία 30 χρόνια, μπορεί να συνοψισθεί στον τρομερό όρο: δομική προσαρμογή. Γνωστός επίσης και ως νεοφιλελεύθερη αναδόμηση, συνεπάγεται προτεραιότητα στην εξόφληση του χρέους, συντηρητική μακροοικονομική διαχείριση, τεράστιες περικοπές στα έξοδα της κυβέρνησης, απελευθέρωση της οικονομίας και του εμπορίου, ιδιωτικοποιήσεις και άρση φραγμών [σ.μ.: στην επιχειρηματική δράση], και προσανατολισμένη στις εξαγωγές παραγωγή. Αυτή η δομική μεταρρύθμιση κατέφθασε στις Φιλιππίνες με την ευγενή "βοήθεια" της Παγκόσμιας Τράπεζας, του ΔΝΤ και του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), αλλά ντόπιοι τεχνοκράτες και οικονομολόγοι ενστερνίστηκαν και διέδωσαν αυτό το δόγμα.
Η Κορασόν Ακίνο σε προσωπικό επίπεδο ήταν έντιμη —πράγματι η επιτομή του αδιάφθορου χαρακτήρα— και η συνεισφορά της στην επανίδρυση της δημοκρατίας ήταν ουσιώδης. Αλλά η αποδοχή εκ μέρους της τής απαίτησης του ΔΝΤ να προταχθεί της ανάπτυξης η αποπληρωμή του χρέους επέφερε μία δεκαετία στασιμότητας και συνεχούς φτώχειας. Τα τοκοχρεολύσια ως ποσοστό επί τοις εκατό του συνόλου των κυβερνητικών δαπανών έφτασαν από 7% το 1980 σε 28% το 1994. Οι κεφαλαιακές δαπάνες, από την άλλη μεριά, βυθίστηκαν από 26% σε 16%. Επειδή η κυβέρνηση είναι ο μεγαλύτερος επενδυτής στις Φιλιππίνες —στην πραγματικότητα σε κάθε οικονομία— η ριζική αποστέρηση των κεφαλαιακών δαπανών βοηθά να ερμηνευθεί η στάσιμη στο 1% μέση ετήσια αύξηση του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος τη δεκαετία του 1980 και στον ρυθμό του 2,3% κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1990.
Τουναντίον, οι γείτονες των Φιλιππίνων στη Νοτιοανατολική Ασία αγνόησαν τα κελεύσματα του ΔΝΤ. Μείωσαν την εξυπηρέτηση του χρέους τους, ενώ ταυτόχρονα αύξησαν τα κρατικά κονδύλια για να υποστηρίξουν την ανάπτυξη. Έτσι δεν αποτελεί έκπληξη που αυτά αυξήθηκαν από 6% το 1985 σε 10% το 1995, προσελκύοντας μαζικές ιαπωνικές επενδύσεις, ενώ οι Φιλιππίνες μόλις και μετά βίας αναπτύσσονταν και απέκτησαν τη φήμη μιας αγοράς σε ύφεση, που απωθούσε τους επενδυτές.
Όταν το 1992 ανέλαβε την εξουσία ο διάδοχος της Ακίνο, ο Φιντέλ Ράμος, η κύρια ατζέντα των τεχνοκρατών του ήταν να μειώσουν όλους τους δασμούς ώστε να κινούνται σε μια κλίμακα 0–5% και να οδηγήσουν τις Φιλιππίνες στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου και στη Ζώνη Ελεύθερου Εμπορίου της Ένωσης των Εθνών της Ν.Α. Ασίας (ASEAN [Association of Southeast Asian Nations] Free Trade Area: AFTA), κινήσεις που αποσκοπούσαν να καταστήσουν την απελευθέρωση του εμπορίου μη αναστρέψιμη. Μια μικρή άνοδος του ρυθμού ανάπτυξης κατά τα πρώτα χρόνια του Ράμος αναπτέρωσε τις ελπίδες, αλλά τα ελπιδοφόρα τινάγματα ήσαν βραχύβια. Ένα νέο κύμα νεοφιλελεύθερης πολιτικής, οικονομικής απελευθέρωσης, συνέθλιψε τις πρώιμες υποσχέσεις. Η παύση των ελέγχων επί του ξένου συναλλάγματος και οι περιορισμοί επί των κερδοσκοπικών επενδύσεων προσέλκυσαν δισεκατομμύρια δολάρια από το 1993 έως το 1997. Αλλά αυτό επίσης σήμαινε ότι, όταν ο πανικός χτύπησε τους Ασιάτες ξένους επενδυτές το καλοκαίρι του 1997, η ίδια αυτή έλλειψη ελέγχου επί των κεφαλαίων διευκόλυνε τη μαζική φυγή δισεκατομμυρίων δολαρίων από τη χώρα μέσα σε λίγες εβδομάδες. Αυτή η φυγή κεφαλαίων έριξε την οικονομία σε ύφεση και σε στασιμότητα μέσα στα επόμενα λίγα χρόνια.
Η διακυβέρνηση του επόμενου προέδρου Ιωσήφ Εστράντα, δεν μπόρεσε να αναστρέψει την πορεία και, υπό την προεδρία της Γκλόρια Μακάπαγκαλ Αρόγιο, η νεοφιλελεύθερη πολιτική συνέχισε να βασιλεύει. Κατά τα επόμενα λίγα χρόνια, η κυβέρνηση των Φιλιππίνων εισήγαγε νέα μέτρα απελευθέρωσης στο μέτωπο του εμπορίου, προσχωρώντας σε συμφωνίες για ελεύθερο εμπόριο με την Ιαπωνία και την Κίνα, παρά τα ξεκάθαρα αποδεικτικά στοιχεία ότι η απελευθέρωση του εμπορίου ήταν καταστροφική για τους δύο πυλώνες της οικονομίας: τη βιομηχανία και τη γεωργία. Η ριζική και μονόπλευρη απελευθέρωση του εμπορίου αποσταθεροποίησε σοβαρά τον τομέα της βιομηχανίας. Ο αριθμός των εταιρειών υφαντουργίας και ένδυσης, για παράδειγμα, μειώθηκε δραματικά από 200 το 1970 σε 10 τα τελευταία χρόνια. Όπως παραδέχτηκε ένας υπουργός οικονομικών της Αρόγιο, «υπάρχει άνιση εφαρμογή της απελευθέρωσης του εμπορίου, η οποία μας έχει προξενήσει μεγάλη ζημιά». Και ενώ διατύπωσε την εικασία ότι οι καταναλωτές ίσως έχουν ευεργετηθεί από την απελευθέρωση των δασμών, αναγνώρισε ότι «αυτό έχει δολοφονήσει πάρα πολλές εγχώριες βιομηχανίες».
Όσον αφορά τη γεωργία, η απελευθέρωση του εμπορίου των αγροτικών προϊόντων ύστερα από την εισδοχή της χώρας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου το 1995 μεταμόρφωσε τις Φιλιππίνες από καθαρά εξαγωγική σε καθαρά εισαγωγική χώρα στα τρόφιμα μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Κατά το έτος αυτό τίθεται σε ισχύ η Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου Κίνας και ASEAN (CAFTA), οι διαπραγματεύσεις για τη σύναψη της οποίας έγιναν κατά την πρωθυπουργία της Αρόγιο, και η προοπτική μιας πλημμυρίδας φτηνών κινεζικών προϊόντων στις Φιλιππίνες οδήγησε τους Φιλιππινέζους αγρότες να βλέπουν μοιρολατρικά την επιβίωσή τους.
Κατά τη διάρκεια της μακράς διακυβέρνησης της Αρόγιο, η προσανατολισμένη στην εξυπηρέτηση του χρέους μακροοικονομική πολιτική διαχείρισης, η οποία συνοδευόταν από δομική προσαρμογή, στραγγάλισε την οικονομία. Με το 20–25% του εθνικού προϋπολογισμού να διατίθεται για την αποπληρωμή του χρέους, εξ αιτίας του δρακόντειου «Νόμου για την Αυτόματη Κατανομή» (Automatic Appropriations Law), τα οικονομικά της κυβέρνησης βρίσκονταν σε κατάσταση μόνιμου και διευρυνόμενου ελλείμματος, το οποίο η κυβέρνηση προσπάθησε να καλύψει με τη σύναψη επιπρόσθετων δανείων. Πράγματι, η κυβέρνηση της Αρόγιο συνήψε τα περισσότερα δάνεια από τις προηγούμενες τρεις κυβερνήσεις μαζί.
Όταν αυτό το έλλειμμα έφτασε σε δυσθεώρητα ύψη, η κυβέρνηση αρνήθηκε να κηρύξει στάση πληρωμών ή τουλάχιστον να επαναδιαπραγματευτεί τους όρους αποπληρωμής, ώστε να τους καταστήσει λιγότερο επαχθείς. Την ίδια στιγμή η κυβέρνηση δεν είχε την πολιτική βούληση να εξαναγκάσει τους πλούσιους να αναλάβουν το κύριο βάρος για την κάλυψη του χρέους, μέσω της αύξησης των φόρων του εισοδήματός τους και της βελτίωσης του εισπρακτικού μηχανισμού. Υπό την πίεση του ΔΝΤ, η κυβέρνηση φόρτωσε τα βάρη στους φτωχούς και στη μεσαία τάξη υιοθετώντας έναν διογκωμένο φόρο προστιθέμενης αξίας ΦΠΑ 12% επί της τιμής πώλησης. Οι εμπορικές εταιρείες πέρασαν αυτόν τον φόρο στους καταναλωτές των φτωχών και μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων, αναγκάζοντάς τους να περικόψουν τις καταναλωτικές δαπάνες. Αυτό τότε γύρισε μπούμεραγκ στους μικρούς εμπόρους και επιχειρηματίες, οι οποίοι είδαν τα κέρδη τους να μειώνονται και πολλοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την επιχείρησή τους.
Ο στενός κορσές της συντηρητικής μακροοικονομικής διαχείρισης, της απελευθέρωσης του εμπορίου και της οικονομίας, ως επίσης της δουλικής πολιτικής ως προς το χρέος, εμπόδισε την οικονομία να σημειώσει σημαντική ανάπτυξη. Ως αποτέλεσμα, το ποσοστό του πληθυσμού που ζει στη φτώχεια αυξήθηκε από 30 σε 33 τοις εκατό μεταξύ των ετών 2003 και 2006, σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας. Μέχρι το 2006, υπήρχαν περισσότεροι φτωχοί στις Φιλιππίνες από κάθε άλλη περίοδο στην ιστορία της χώρας αυτής.
Πολιτική και φτώχεια στον Τρίτο Κόσμο
Η ιστορία των Φιλιππίνων είναι παραδειγματική. Πολλές χώρες στη Λατινική Αμερική, στην Αφρική και στην Ασία είδαν να ξετυλίγεται η ίδια ιστορία. Εκμεταλλευόμενοι την κρίση του χρέους του Τρίτου Κόσμου, το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα επέβαλαν δομική προσαρμογή σε περισσότερες από 70 αναπτυσσόμενες χώρες κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980. Η απελευθέρωση του εμπορίου ακολούθησε τις μεταρρυθμίσεις της δεκαετίας του 1990, καθώς ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου και αργότερα οι πλούσιες χώρες πίεσαν αφόρητα τις αναπτυσσόμενες χώρες να συνάψουν συμφωνίες για την απελευθέρωση του εμπορίου.
Εξ αιτίας αυτής της απελευθέρωσης του εμπορίου, τα επιτεύγματα στην οικονομική ανάπτυξη και τη μείωση της φτώχειας που ανάγγελλαν οι αναπτυσσόμενες χώρες κατά τη δεκαετία του 1960 και του 1970 είχαν εξαφανιστεί μέσα στη δεκαετία του 1980 και του 1990. Στην πραγματικότητα, σε όλες τις χώρες που εφαρμόστηκαν δομικές μεταρρυθμίσεις, η απελευθέρωση του εμπορίου έσβησε ένα τεράστιο αριθμό βιομηχανιών και όσες είχαν πλεόνασμα στο εμπόριο των αγροτικών προϊόντων έγιναν ελλειμματικές. Στις αρχές της νέας χιλιετίας, ο αριθμός των ανθρώπων που ζουν στην ακραία φτώχεια είχε αυξηθεί παγκοσμίως στα 28 εκατομμύρια, σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία. Ο αριθμός των φτωχών αυξήθηκε στη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική, στην Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη, στα Αραβικά κράτη και στην Υποσαχάρια Αφρική. Η μείωση του αριθμού των φτωχών σημειώθηκε κυρίως στην Κίνα και στις χώρες της Ανατολικής Ασίας, οι οποίες έδειξαν αποστροφή στην πολιτική της δομικής αναδιάρθρωσης και της απελευθέρωσης του εμπορίου που επέβαλαν σε άλλες αναπτυσσόμενες οικονομίες πολυεθνικοί οργανισμοί και εγχώριοι νεοφιλελεύθεροι τεχνοκράτες.
Η Κίνα και οι ραγδαία αναπτυσσόμενες και πρόσφατα εκβιομηχανιζόμενες χώρες της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ασίας, όπου έχει σημειωθεί η πιο μεγάλη παγκοσμίως μείωση της φτώχειας, έχουν χαρακτηριστεί ως υψηλού βαθμού διαφθοράς. Η καθοριστική διαφορά στις επιδόσεις μεταξύ αυτών των χωρών και εκείνων που υποβλήθηκαν σε δομική προσαρμογή δεν έγκειται στη διαφθορά αλλά στην οικονομική πολιτική.
Παρά τις βλαβερές επιπτώσεις της διαφθοράς στη δημοκρατία και την κοινωνία, δεν είναι αυτή η κύρια αιτία της φτώχειας. Οι σταυροφορίες «ενάντια στη φτώχεια, ενάντια στη διαφθορά», οι οποίες τόσο γοητεύουν τα μεσαία στρώματα και την Παγκόσμια Τράπεζα, δεν μπορούν να ανταποκριθούν στην πρόκληση της φτώχειας. Τη φτώχεια τη δημιουργεί και την εδραιώνει η κακή οικονομική πολιτική. Δεν θα καταφέρουμε να δραπετεύσουμε από την παγίδα της φτώχειας, παρά μόνο εάν και εφόσον ανατρέψουμε την πολιτική της δομικής προσαρμογής, της απελευθέρωσης του εμπορίου και της συντηρητικής μακροοικονομικής διαχείρισης.