Εν αρχή ην η ποίησις (ο θεμέλιος λίθος):
Μι Λάι
Ακριβέ μας φίλε,
εσύ, ο ευλαβικός προσκυνητής,
εσύ, ο ταγμένος ασκητής,
εσύ, ο δι’ Άνθρωπον σαλός,
μην παραλείψεις,
μετά το Δίστομο και τα Καλάβρυτα…
μετά το Λίντιτσε και το Οραντούρ…
μετά τη Σάμπρα και τη Σατίλα…
στο οδοιπορικό σου στους τόπους μαρτυρίου όπου γης,
μην παραλείψεις να περάσεις κι απ’ το Μι Λάι.
Ξέρω, σφιγμένη θα ‘ναι η καρδιά
και σαλεμένο το μυαλό,
μα το βήμα αλαφροπάτητο,
μη και ταράξεις τους αθώους
που κάτω απ’ τα πόδια σου γαλήνια κοιμούνται.
Και το καυτό σου δάκρυ, κι αυτό, ξέρω, θα το σφουγγίσεις,
μη και το νομίσουν για αδυναμία μας.
Γιατί αυτοί που τόσο έκλαψαν, μα έμαθαν
περήφανα να πορεύονται στην πικρή ζωή τους,
περιμένουν από μας πιο πέρα να πάμε,
έστω ένα βήμα μπροστά,
από κει που αυτοί σταμάτησαν
τη μαύρη κείνη μέρα του Μάρτη του ’68.
Τότε, μονάχα τότε,
θε να συνεχίσουν τον γαλήνιο ύπνο τους.
Τότε, μονάχα τότε,
πως η θυσία τους χαμένη δεν επήγε θε να πουν.
Και επί του θεμελίου τούτου λίθου ωκοδόμηται τόδε βίδεον:
Υ.Γ.: Νίκο, καταλαβαίνεις τώρα ποια ασχολία δεν μ' άφησε χρόνο να απαντήσω στο ημέλι σου! Στην επόμενη ανάρτηση, Νίκο, σίγουρα θα τα πούμε.