Κάποιες επέτειοι από τη ματωμένη πορεία των αδελφών λαών της Βαλκανικής, όλων των λαών της Βαλκανικής, λαών με κοινούς απελευθερωτικούς αγώνες, με φιλία σφυρηλατημένη μέσα από την ιστορική διαδρομή τους στον τραχύ βαλκανικό χώρο, αλλά και με μίση και αντιπαραθέσεις όσες φορές η άρχουσα τάξη, συνήθως συρόμενη στις επιλογές κάποιων «μεγάλων δυνάμεων», έσπειρε ανάμεσά τους τη διχόνοια, καλλιεργώντας το σαράκι του επεκτατισμού, του εθνικισμού, της μεγάλης ιδέας κ.λπ., πάντα για την εξυπηρέτηση των δικών της συμφερόντων, αλλά σε βάρος των λαών.
23 Μαρτίου 1821: Οι επαναστατημένοι Έλληνες κυριεύουν την Καλαμάτα. Ο Γιάννης Κορδάτος γράφει σχετικά (Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας, εκδ. 20ός Αιώνας, τ. Χ, σελ. 190):
Ο Πετρόμπεης στις 23 Μάρτη κήρυξε στη Μάνη την επανάσταση κι αμέσως οι Μανιάτες ξεκίνησαν από τη Μάνη για τη Μεσσηνία. Όπλα είχαν γιατί το καΐκι που στάλθηκε με πολεμοφόδια από τη Σμύρνη, τα ξεφόρτωσε στην Καρδαμύλη και τα παραλάβανε ο Αναγνωσταράς και ο Νικήτας Σταματελόπουλος και νύχτα τα μεταφέρανε στη Μεσσηνία.
Όμως δεν πρόφτασαν να τα πάνε όπου είχαν εντολή και τους βρήκε ημέρα απέξω από την Καλαμάτα. Ήταν ολόκληρο καραβάνι και οι αγωγιάτες ήταν οπλισμένοι.
Ειδοποιήθηκεν ο Τούρκος διοικητής Σουλεϊμάν αγάς και κάλεσε μερικούς Καλαματιανούς για να τους ρωτήσει τι είχαν τα φορτωμένα μουλάρια:
—Είναι αγωγιάτες, αγά, και κουβαλάνε λάδι.
—Αμή αρματωμένοι;
—Αρματωμένοι, αγά, γιατί ακούστηκαν κλέφτες.
Ο Τούρκος διοικητής κατάλαβε πως τον γελούσαν αλλά δεν είχε στρατό για να διατάξει να σταματήσουν το καραβάνι και να κάνουν έρευνα. Γι' αυτό ειδοποίησε τους Τούρκους να πάρουν τις οικογένειές τους και να πάνε στην Τριπολιτζά για ασφάλειά τους.
Την άλλη μέρα όμως μπήκε στην Καλαμάτα ο Ηλίας Μαυρομιχάλης μαζί με πολλούς οπλοφόρους, φέρνοντας επιστολή του Πετρόμπεη προς τον Τούρκο διοικητή:
«Έχουμε πληροφορίες πως κλέφτες θα πατήσουν την Καλαμάτα, γι' αυτό έστειλα τους δικούς μου, να φυλάξουν την πόλη!»
Ύστερα από μία μέρα έφτασεν ο Πετρόμπεης με πολλούς Μανιάτες. Μαζί του ήταν και οι καπετανέοι Γρηγοράκηδες, Καπετανάκηδες, Χρηστέας, Κουμουντουράκηδες, Κυβέλοι και Τρουπάκηδες.
Επίσης ενώθηκαν με τους Μανιάτες και οι ομάδες του Παπαφλέσσα, του Κολοκοτρώνη, του Κεφάλα και του Νικηταρά (Σταματελόπουλου).
Έγινε δοξολογία, ίσως στο βυζαντινό ναό «Άγιοι Απόστολοι» και υψώθηκε η επαναστατική σημαία. Όπως και στην Πάτρα, έτσι και στην Καλαμάτα, οι Έλληνες πανηγύριζαν με διάφορες εκδηλώσεις, ενώ οι Τούρκοι ήταν κλειδομανταλωμένοι στους πύργους τους.
Αμέσως εκλέχτηκαν ορισμένοι προύχοντες της Μεσσηνίας πληρεξούσιοι του λαού και αποτελέσανε την ανώτατη αρχή που ονομάστηκε Σύγκλητος ή Γερουσία της Μεσσηνίας και ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης αρχιστράτηγος.
Ύστερα από την επικράτηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια, οι λαοί των χωρών της Βαλκανικής, πέρα από τους δεσμούς που μεταξύ τους είχαν μέχρι τότε, καθώς βρέθηκαν κάτω από τον ίδιο ζυγό, ενώθηκαν ακόμη πιο στέρεα μέσα από τα κοινά τους βάσανα και δημιούργησαν κοινό τρόπο ζωής, παραδόσεις και κοινό πόθο και ελπίδα για την απόκτηση της ελευθερίας τους. Ο Ρήγας Βελεστινλής (αυτό το όνομα χρησιμοποιούσε συνήθως, το «Φεραίος» δεν το χρησιμοποιούσε, είναι δημιούργημα μεταγενέστερων μελετητών ή φιλολόγων) ήταν ένας συνειδητοποιημένος επαναστάτης και ένας πρώιμος διεθνιστής. Όραμά του ήταν η απελευθέρωση όλων των λαών υπό τουρκικό ζυγό και η δημιουργία από τους λαούς της Βαλκανικής μιας Βαλκανικής Ομοσπονδίας.
Αντιγράφω πάλι από τη Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας του Γ. Κορδάτου (τ. ΙΧ, σελ. 328-329):
Στην ίδια εποχή [σ. ιστ.: το 1797] ο Ρήγας σύνταξε και το Θούριο, το γνωστό τραγούδι που αποτελείται από πολλούς στίχους και αρχίζει: «Ως πότε παλληκάρια
»
Δεν πέρασε πολύς καιρός και τραγουδούντανε σ' όλη τη Βαλκανική.
Ο Θούριος γράφει ο Βρανούσης δεν είναι το πολεμικό εμβατήριο της μάχης. Είναι μια επαναστατική προκήρυξη, σάλπισμα ξεσηκωμού και προσκλητήριο δυνάμεων, κυρίως όμως ελευθερωτικό πρόγραμμα και πολιτική κατήχηση. Ουσιαστικά, δεν κηρύχνει, αλλά προεξαγγέλλει μια επανάσταση. Έρχεται να καταδείξει την ανάγκη του Ξεσηκωμού και να προετοιμάσει την εξέγερση. Αναπτύσσει ένα απελευθερωτικό σχέδιο και παρουσιάζει ένα πολιτικό πρόγραμμα. Έρχεται να κατηχήσει, να προσελκύσει οπαδούς, να προετοιμάσει τα πνεύματα. Γράφτηκε σε στίχους βέβαια και τραγουδιέται, κι έτσι διαδίδεται ευκολώτερα από στόμα σε στόμα, απηχεί βαθύτερα στις καρδιές, υποβάλλει, εμπνέει και συναρπάζει. Μιλάει τη θερμή γλώσσα των αληθινών έργων και μεταρσιώνεται κάπου κάπου σε λυρικές εξάρσεις μεγαλείου και πάθους. Στη βάση του όμως δεν παύει να είναι μια προκήρυξη που ξετυλίγει ένα πρόγραμμα, ένα έργο πολιτικού διαφωτισμού κι επαναστατικής κατήχησης. Φυσιολογική προέκταση του άλλου έργου του Ρήγα κι αποκορύφωμα της εθνεγερτικής του προσπάθειας. Μετά απ' αυτό δεν απομένει παρά η οργάνωση των δυνάμεων και η ένοπλη εξέγερση
» («Ρήγας», σ. 60).
Ο Ρήγας στο «εγερτήριό» του αφήνει καθαρά να εκδηλωθούνε οι ακοποί του και τα μεγαλοφάνταστα σχέδιά του. Μέσα στους άτεχνους στίχους του φανερώνει πολύ καλά τις ιδέες και τους σκοπούς του:
Βούλγαροι κι Αρβανίτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί
Αράπηδες και άσπροι με μια κοινή ορμή
για την ελευθερία να ζώσουμε σπαθί
να σφάξουμε τους λύκους που το ζυγόν βαστούν
και Χριστιανούς και Τούρκους σκληρά τους τυραννούν.