Παρασκευή, Δεκεμβρίου 25, 2009

Πόσα θέλετε να μας τρελάνετε;


—Ποιος καλιγώνει τον ψύλλο;
—Μα… ο πεταλωτής (καλιγάς)! Μάλιστα, ορίστε δείγμα των ικανοτήτων του ανδρός, από την ενημέρωση (λέμε τώρα…) των πολιτικών συντακτών στις 22 Δεκεμβρίου 2009:
κ. Μακρυγιάννης (δημοσιογράφος): Πριν από 10 ημέρες ο πρωθυπουργός, κύριε εκπρόσωπε, είπε στις Βρυξέλλες ότι δεν θα επιβληθούν μέτρα σε μισθωτούς και συνταξιούχους, ότι το πρόβλημα δεν είναι ο μισθωτός, και πάει λέγοντας. Τρεις ημέρες μετά, στο Ζάππειο, ανακοίνωσε μέτρα όπως περικοπές κατά 10% των επιδομάτων και ενιαία φορολογική κλίμακα, κάτι που οδηγεί με αριθμούς σε μείωση των αμοιβών των εργαζομένων· στο Δημόσιο, για παράδειγμα, που συζητούμε, της τάξης του 4, 5, 6%, ανάλογα –εν πάση περιπτώσει, μόλις θα ξεκαθαρίσετε και αυτό, θα βρούμε και εμείς τα νούμερα επακριβώς. Τι μεσολάβησε γι` αυτή την τούμπα; Μήπως ήταν οι διεθνείς οίκοι ή κάτι άλλο; Γιατί έγινε όλη αυτή η στροφή;
κ. Πεταλωτής (πεταλωτής): Μια δικαιότερη στροφή στο φορολογικό σύστημα δεν συνεπάγεται και δεν σημαίνει περικοπή μισθών. Είναι πολύ πιο σύνθετο το ζήτημα. Όταν γνωρίζουμε ότι το φορολογικό μας σύστημα είναι άδικο, όταν ήδη έχουμε δεσμευτεί και προεκλογικά και μετεκλογικά ότι εμείς θα το αλλάξουμε, και ξεκινάμε να το αλλάζουμε. Είναι άλλο το θέμα ότι τα βάρη δεν θα τα πληρώσει ο απλός πολίτης και άλλο ότι κάνουμε πιο δίκαιο το φορολογικό σύστημα.(*)
κ. Θεοδωρόπουλος (δημοσιογράφος): Συγγνώμη, επί του θέματος: Ο κ. Παπακωνσταντίνου στο Λονδίνο, πρόσφατα, δήλωσε ότι η μείωση των επιδομάτων κατά 10% που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός, ισοδυναμεί με ονομαστική μείωση των μισθών κατά 4%.
κ. Πεταλωτής: Αυτό, όμως, είναι ως αποτέλεσμα. Δεν είναι μείωση του μισθού.
κ. Θεοδωρόπουλος: Δεν είναι μείωση του μισθού αυτό;
κ. Πεταλωτής: Είναι κάτι διαφορετικό και έτσι πρέπει να κρίνεται.
Αντί σχολίου (τι να σχολιάσω, άλλωστε;) παραθέτω ένα ανέκδοτο που λεγόταν στη Ρουμανία επί Τσαουσέσκου, δηκτικό για τους Ρώσους (εεε χμ, κι αυτό χωρίς σχόλιο…):
Κάποτε ένα πλοίο βρέθηκε αντιμέτωπο με φοβερή τρικυμία. Δεν τα κατάφερε, τσακίστηκε, βούλιαξε. Από τους επιβαίνοντες σώθηκαν μονάχα τρεις: ένας Άγγλος, ένας Γάλλος και ένας Ρώσος. Παλεύοντας με τα κύματα, κατόρθωσαν κι οι τρεις να φτάσουν σώοι σ' ένα μικρό νησάκι. Ήταν ακατοίκητο, ερημονήσι. Είχε όμως βλάστηση και –τι έκπληξη!– είχε και μία αγελάδα! Συμφώνησαν κι οι τρεις να μη φάνε την αγελάδα, αλλά να τη φροντίζουν, να τη βοσκούν και να την αρμέγουν στο τέλος της ημέρας, ώστε να έχουν γάλα, σίγουρη τροφή, μιας και ποιος ξέρει ποια άλλη τροφή θα μπορούσαν να έχουν. Μάλιστα κανόνισαν κάθε μέρα να αναλαμβάνει κι από ένας τους τη φροντίδα της αγελάδας· να τη βοσκάει ολημερίς και το σούρουπο να την αρμέγει και να δίνει και στους άλλους δύο το μερίδιό τους στο γάλα.
Έτσι, την πρώτη μέρα ήταν η σειρά του Άγγλου. Ξύπνησε πρωί πρωί, πήρε την αγελάδα, τη βόσκησε όλη την ημέρα και μόλις άρχισε να σουρουπώνει –Εγγλέζος στο ραντεβού του– επέστρεψε στους συντρόφους του, άρμεξε το ζώο και μοίρασε δίκαια το γάλα σ' όλους. Το ίδιο επαναλήφθηκε την επομένη με τον Γάλλο. Κι αυτός, αφού φρόντισε ολημερίς την αγελάδα, το σούρουπο πρόσφερε με γαλατική ευγένεια στους συντρόφους του το μερίδιό τους από την πολύτιμη συγκομιδή της ημέρας.
Την τρίτη ημέρα ήταν η σειρά του Ρώσου. Κι αυτός, όπως και οι προηγούμενοι, σηκώθηκε νωρίς, πήρε την αγελάδα κι έφυγε για να τη βοσκήσει. Μόλις σουρούπωσε γύρισε, αλλά… χωρίς την αγελάδα! Οι σύντροφοί του απόρησαν και γεμάτοι ανησυχία τον ρώτησαν:
—Πού είναι η αγελάδα;
—Ποια αγελάδα; αποκρίθηκε με έκδηλο ύφος άγνοιας ο Ρώσος.
—Βρε, τι ποια αγελάδα; Δεν πήρες το πρωί την αγελάδα για να τη βοσκήσεις;
—Ναι, απάντησε χωρίς δισταγμό ο Ρώσος.
—Ε, πού είναι λοιπόν αυτή η αγελάδα;
—Ποια αγελάδα; ξανά ο Ρώσος.
—Μπα πανάθεμά σε! Βρε, τι ποια αγελάδα; Δεν βρήκαμε μια αγελάδα μόλις φτάσαμε εδώ;
—Ναι, βρήκαμε.
—Δεν συμφωνήσαμε να μη τη φάμε, αλλά να τη βοσκάμε και να παίρνουμε το γάλα της;
—Βεβαίως, έτσι συμφωνήσαμε.
—Δεν την πήρανε λοιπόν την αγελάδα, προχτές ο Άγγλος και χτες ο Γάλλος, τη βοσκήσανε και το σούρουπο την αρμέξανε και ήπιαμε όλοι μας το γάλα;
—Ναι, έτσι έγινε.
—Σήμερα δεν ήταν η σειρά σου και πήρες το πρωί εσύ την αγελάδα;
—Ναι, την πήρα και τη βόσκησα.
—Και πού είναι τώρα η αγελάδα;
—Ποια αγελάδα;
Ο Άγγλος και ο Γάλλος κόντευαν να σκάσουν… Επιστράτευσαν όση υπομονή τούς απέμενε και ξανάρχισαν να ρωτάνε, πιο αναλυτικά αυτή τη φορά, τον Ρώσο, σε μια απέλπιδα προσπάθεια… να κάνουν τι; Σάματις ήξεραν κι αυτοί; Να τον στριμώξουν; Να βοηθήσουν την –τάχα;– ασθενική μνήμη του;
—Βρε συ, δεν ταξιδεύαμε μαζί με το πλοίο που βούλιαξε;
—Ναι.
κλ.π. κλ.π. … … …
Αλλά η κατάληξη ίδια:
—Ποια αγελάδα;
Και ο Άγγλος και ο Γάλλος έσκασαν…
— — — — — — — — — — — — — — — — — — — —
(*)Αν και δεν νομίζω ότι υπάρχει κανείς που δεν κατάλαβε τον εναργέστατο λόγο του ποιητή, καλού κακού ας δώσω την ερμηνεία: «Ουγκάγκα μπουμ μπουμ χι γκάπα γκουμ μπιρλί γκαγκά αούγκιγκι αούγκιγκι μπάγκαλα γκάουγκα γκα».