Παρασκευή, Οκτωβρίου 09, 2009

Το περιτύλιγμα ή το περιεχόμενο;


Προχτές, συζητώντας με τον ανιψιό μου, η κουβέντα ήρθε στο θέμα τού πόσο μεγάλη σημασία έχει ο τρόπος που επιλέγεις να παρουσιάσεις ή να ζητήσεις κάτι. Μάλιστα, όπως υποστήριξα, πολλές φορές απ' αυτόν εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό αν η άποψή σου, η πρότασή σου, το αίτημά σου, θα γίνει αποδεκτό ή θα απορριφθεί. Τότε, προς επίρρωση των λεγομένων μου, διηγήθηκα στον ανιψιό μου το ακόλουθο διδακτικό περιστατικό, του οποίου υπήρξα πρόσφατα αυτόπτης μάρτυρας.

Δύο φίλοι, ο Γ. και ο Κ., μανιώδεις καπνιστές και οι δύο, επισκέπτονται κάποιο μοναστήρι. Μαζί με μια μικρή ομάδα άλλων επισκεπτών, παρακολουθούν με ενδιαφέρον τον αγαθό μοναχό που τους ξεναγεί. Ωστόσο, μη έχοντας για αρκετή ώρα ανάψει τσιγάρο, έχουν εμφανώς αρχίσει να νιώθουν το σχετικό σύνδρομο στέρησης της νικοτίνης. Έτσι, κάποια στιγμή ο Γ. σκύβει και ψιθυρίζει στον Κ.:

—Να πάρει η ευχή, θα σκάσω αν δεν ανάψω τσιγάρο!

—Κι εγώ το ίδιο, απαντάει ο Κ. Μήπως να ζητούσαμε άδεια από τον μοναχό να κάνουμε ένα τσιγαράκι; Τι λες;

—Καλή ιδέα! Πάω, λέει ο Γ. και τρέχει προς τον μοναχό.

Τον πλησιάζει, κάτι του λέει χαμηλόφωνα, εκείνος φαίνεται να του αποκρίνεται, χαμηλόφωνα επίσης, και ο Γ. επιστρέφει κοντά στον φίλο του, έχοντας ήδη ανάψει τσιγάρο.

—Ώστε λοιπόν, ρωτάει ο Κ., μάλλον προεξοφλώντας ότι το δίχως άλλο η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι καταφατική, επιτρέπεται ν' ανάψουμε τσιγάρο;

—Όχι! τον αντισκόφτει ο Γ. Άδεια έδωσε σ' εμένα μονάχα ο καλόγερος. Αν θες κι εσύ, πρέπει να πας να του τη ζητήσεις.

Ο Κ. δεν περιμένει να τελειώσει ο Γ. Ήδη έχει πλησιάσει τον μοναχό και υποβάλλει, ψιθυρίζοντας σχεδόν, το αίτημά του, βέβαιος ότι θα γίνει αποδεκτό. Ο μοναχός φαίνεται να του απαντάει σιγανά, και ο Κ. απομακρύνεται και επιστρέφει κοντά στον φίλο του, πλην με σκυμμένο το κεφάλι και χωρίς να έχει ανάψει τσιγάρο.

—Δεν μου το επέτρεψε, ψελλίζει απογοητευμένος.

Τέλος, η ξενάγηση τελειώνει και οι δύο φίλοι βρίσκονται στην αυλή του μοναστηριού.

—Καλά, ξεκινάει ο Κ., που τον τρώει η απορία, αλλά και πάει να σκάσει από το κακό του, επειδή ο μοναχός επέτρεψε στον φίλο του ν' ανάψει τσιγάρο την ίδια στιγμή που το απαγόρεψε σ' αυτόν. Πώς εσένα σου έδωσε άδεια κι εμένα όχι; Τι του είπες;

—Είναι απλό, απαντάει ο Γ. Τον ρώτησα: «Άγιε πατέρα, όταν καπνίζω, μπορώ να προσεύχομαι;» «Βεβαίως, τέκνο μου, προσεύχεσαι εν παντί τόπω και χρόνω!» μου απάντησε. Καλά, εσύ τι του είπες;

—Εεε χμ…, μορφάζει ο Κ. Εγώ τον ρώτησα: «Άγιε πατέρα, όταν προσεύχομαι, μπορώ να καπνίσω;» «Όχι, τέκνο μου, ασέβεια μεγάλη! Ν' ανάψεις τσιγάρο τη στιγμή που προσεύχεσαι;»

—Κατάλαβα. Κι έτσι, θείε, το ΠΑΣΟΚ κέρδισε τη ΝΔ στις εκλογές, πέταξε αναπάντεχα ο ανιψιός μου.

Κι εγώ βρέθηκα μετά τον απρόσμενο, όχι άστοχο πάντως, συνειρμό του ανιψιού μου να προσπαθώ μάταια να τον πείσω ότι η υπόθεση των εκλογών είναι πολύ πιο σύνθετη και πολύπλοκη· η “παραβολή” είναι πάντα ακαταμάχητα ελκυστική και γιαυτό υπέρμετρα δυνατή, σκέφθηκα.

Υ.Γ.: Τα ονόματα των δύο φίλων επισκεπτών της μονής δεν μου είναι γνωστά. Για την οικονομία της αφήγησης, θεώρησα καλό να τους δώσω από ένα όνομα (έστω από ένα… αρχικό ονόματος), το οποίο –ομολογώ– δεν το διάλεξα στην τύχη αλλά παίρνοντας υπόψη την κατάληξη της συζήτησης με τον ανιψιό μου.