Δευτέρα, Ιουνίου 15, 2009

Έτσι συρρικνώνεται η ελευθερία μας


Στις 11 Ιουνίου 2009 ο panadeli δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο «Η γλώσσα μας συρρικνώνεται» στο ιστολόγιο lexilogia. Το άρθρο σχολίαζε το ακόλουθο θέμα έκθεσης που δόθηκε σε μαθητές της 3ης γυμνασίου:

Η γλώσσα μας, παρά την τεράστια σημασία της για τον πολιτισμό μας, στις μέρες μας συρρικνώνεται. Πού οφείλεται το φαινόμενο και πώς θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί; Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά θα περιληφθούν σε άρθρο που δημοσιεύεις στη σχολική εφημερίδα.

Ειδικότερα το άρθρο σχολίαζε τόσο το θέμα καθαυτό όσο και τον τρόπο με τον οποίο ο καθηγητής είχε προετοιμάσει τα παιδιά για τη συγκεκριμένη έκθεση, διότι όντως υπήρξε τέτοια προετοιμασία, με διανομή φωτοτυπημένου βοηθήματος ("ρετσέτες" τους λέγαμε αυτούς τους τυφλοσούρτες του στυλ: «Πέντε εύκολες συνταγές για κοκτέιλ»), στο οποίο συνοπτικά παρουσιάζονταν οι (υποτιθέμενοι, λέω εγώ) λόγοι που οδηγούν στη (υποτιθέμενη, ξαναλέω, εμφατικά τώρα) συρρίκνωση της ελληνικής γλώσσας (ανάπτυξη τεχνολογίας, λειτουργία των ΜΜΕ, λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος, λειτουργία της οικογένειας), ως και οι «λύσεις» (sic) για την αντιμετώπιση του προβλήματος (εκπαίδευση, προβολή του βιβλίου, ΜΜΕ).

Το άρθρο του panadeli το αναδημοσίευσε στις 12 Ιουνίου 2009 ο Νίκος Σαραντάκος σε ανάρτησή του με τίτλο «Γι’ αυτό λοιπόν συρρικνώνεται η γλώσσα;», στο ιστολόγιό του Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία. Κι επειδή το ιστολόγιο του Σαραντάκου είναι πολυσύχναστο στέκι στο Διαδίκτυο, ακολούθησε πλήθος σχολίων (58 μέχρι την ώρα που γράφω αυτές τις γραμμές), μεταξύ των οποίων ένα δικό μου, το υπ’ αριθμό 8.

Τόσο στο ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου όσο και στη lexilogia (Λεξιλογία, Φόρουμ Μεταφραστών) τα σχόλια που γράφτηκαν -μέχρι στιγμής- με αφορμή το ζήτημα που έθεσε ο panadeli (εκπαιδευτικός, μας πληροφορεί ο Ν. Σαραντάκος), κινούνται χονδρικά σε δύο κατευθύνσεις.

Από τη μία, πολλά σχόλια εστιάζουν στο ζήτημα όσον αφορά τη γλώσσα, κατά πόσο δηλαδή αυτή πράγματι συρρικνώνεται ή όχι. Αναμενόμενο αυτό -και ενδιαφέρον ασφαλώς- από ένα ιστολόγιο που ασχολείται κατεξοχήν με γλωσσικά ζητήματα. Πολλώ μάλλον όταν δεν έχει κοπάσει ο απόηχος μιας έντονης πρόσφατης συζήτησης στο ιστολόγιο -μάλιστα, όχι μόνο για να γίνει συζήτηση, αλλά και για να αποφασιστεί ο τρόπος αντίδρασης και να εκδηλωθεί εντέλει η αντίδραση αυτή- με αφορμή δημοσίευμα της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ σχετικό με ομιλία του ακαδημαϊκού Αντ. Κουνάδη σε δημόσια συνεδρίαση της Ακαδημίας Αθηνών, κατά την οποία υποστήριξε το τερατολόγημα (γνωστή αρλούμπα διαφόρων ελληνοβαρεμένων και ελλαδεμπόρων), ότι η ελληνική γλώσσα είναι η πλουσιότερη στον κόσμο με 5.000.000 λέξεις! Παρεμπιπτόντως, στη χωρίς τέλος συζήτηση και στην αντίστοιχη διαμάχη μεταξύ Ελληναράδων, αρχαιόπληκτων, τρισχιλιετών και λοιπών ανοήτων, αφενός, και ορθολογιστών και επιστημόνων, αφετέρου, (οι χαρακτηρισμοί δεν αφορούν τους παρασυρμένους, εκατέρωθεν, αλλά ας προσέχουν κι αυτοί, διότι όλοι κρίνονται!) νομίζω ότι δίνει καταλυτική απάντηση ο επ. καθηγητής γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου Ευθ. Φοίβου Παναγιωτίδης με το άρθρο του με τίτλο «Εξ αφορμής 5.000.000», στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της Κυριακής 14 Ιουνίου 2009.

Από την άλλη, αρκετοί ασχολούνται με τον τρόπο διδασκαλίας του μαθήματος της έκθεσης στα σχολεία -αυτόν που εφαρμόζει και η συγκεκριμένη φιλόλογος- ως και με προβλήματα που ενδεχομένως ανακύπτουν κατά τη διόρθωση και αξιολόγηση των εκθέσεων, όταν βέβαια η προετοιμασία διά της μεθόδου της "ρετσέτας" διαχέεται και στον τομέα της διόρθωσης, όπως συχνά συμβαίνει, με το "πέρασμα" της "ρετσέτας" ως οδηγού διόρθωσης και αξιολόγησης, ακόμη και όταν ο διορθωτής είναι διαφορετικό πρόσωπο από τον διδάσκοντα, όπως π.χ. στις πανελλήνιες εξετάσεις.

Αλλά εγώ στο σχόλιό μου στάθηκα σε μια άλλη διάσταση του ζητήματος, τη διαπαιδαγωγητική, κοινωνική και πολιτική. Πίστευα ότι θα άνοιγε, σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον, συζήτηση γύρω από αυτή την άποψη, δεδομένου μάλιστα ότι τη διατύπωσα στην αρχή της συζήτησης. Δεν έγινε. Τέλος πάντων. Το γεγονός αυτό ωστόσο με παρακίνησε να αναρτήσω αυτές τις σκέψεις μου στο ιστολόγιό μου. Το σχόλιό μου ήταν το ακόλουθο:

Η καλή φιλόλογος ξεκινάει διατυπώνοντας δίκην αξιώματος ή δόγματος τη θέση ότι η ελληνική γλώσσα “συρρικνώνεται”. Σε πρώτη προσέγγιση μπορεί να παρατηρήσει κανείς ότι η εκπαιδευτικός διαπράττει ένα μεθοδολογικό σφάλμα. Το προς διερεύνηση και ανάλυση-αιτιολόγηση παρουσιάζεται σαν αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα, άρα δεν τίθεται θέμα διερεύνησης παρά μόνο άκριτης αποδοχής, και στη συνέχεια αρκεί η αιτιολόγηση. Σφάλμα τέτοιο ασφαλώς υπάρχει, και μάλιστα τούτο λειτουργεί αποδιαρθρωτικά όσον αφορά τη νοητική επεξεργασία στην οποία καλούνται να επιδοθούν οι μαθητές. Είναι όμως μονάχα αυτό; Μήπως η μέθοδος αυτή, η πρακτική αυτή, είναι ηθελημένη, σκόπιμη, υπαγορευόμενη από μια κοινωνία που δεν θέλει την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης αλλά να διαμορφώσει πειθήνιους υποτακτικούς πολίτες; Αυτούς που μεθαύριο θα καταπίνουν χωρίς κόπο ό,τι “αλήθειες” θα τους σερβίρουν οι επί κεφαλής (δύο λέξεις, παρακαλώ: στο κεφάλι τους, στον σβέρκο τους). Οι “ρετσέτες” βέβαια στην ίδια κατεύθυνση συμβάλλουν: και πειθήνιοι και παπαγάλοι. Βέβαια, δεν έχω στοιχεία ώστε να αποδώσω τέτοιες προθέσεις στη συγκεκριμένη φιλόλογο, η οποία ασφαλώς δεν είναι άμοιρη ευθυνών και οπωσδήποτε κρίνεται. Στέκομαι όμως στην πρακτική της, που -δυστυχώς- δεν είναι μονάχα δική της, είναι γενικότερο φαινόμενο…

Δευτερευόντως θα ήθελα να επισημάνω ότι το θέμα της έκθεσης, όπως άναπτύσσεται στη “ρετσέτα”, αποτελεί προσβολή της λογικής (οπότε, άντε να το αναπτύξεις σε έκθεση ιδεών -μόνο να παπαγαλίσεις τις ανοησίες της “ρετσέτας”). Γιατί; Διότι, αν υποτεθεί ότι οι εκτιθέμενοι λόγοι οδηγούν σε συρρίκνωση την ελληνική γλώσσα, τότε, επειδή σ’ όλες τις χώρες με επίπεδο ανάπτυξης τουλάχιστον ίδιο με της δικής μας απαντώνται ανάλογες κοινωνικές συνθήκες που γενούν τους παραπάνω λόγους, θα πρέπει να δεχτούμε ότι και οι γλώσσες αυτών των χωρών οδηγούνται σε συρρίκνωση. Σε συρρίκνωση λοιπόν και η αγγλική και η γαλλική και η γερμανική και η ρωσική και η ισπανική κ.ο.κ. Πω, πω! Χαθήκαμε!

Χαθήκαμε; Ασφαλώς όχι, αλλ' ίσως κινδυνεύουμε! Όχι όμως επειδή συρρικνώνεται η γλώσσα μας ή γενικώς η γλώσσα. Αυτή αιωνίως πεθαίνει και πάντα ζωντανή μένει. Παλιό το τροπάρι περί θανάτου, συρρίκνωσης κ.λπ. της γλώσσας. Όσο παλιά η απελπισία των θεουσών γιαγιάδων επειδή τάχατες πάει, χάλασε ο κόσμος. Όσο παλιά η γκρίνια των συντηρητικών ηλικιωμένων για την οδό απωλείας στην οποία πορεύεται η νεολαία. Κίνδυνοι βεβαίως ελλοχεύουν. Και για τη γλώσσα και για τον κόσμο και για τη νεολαία. Στην προκειμένη όμως περίπτωση έχουμε έναν συγκεκριμένο κίνδυνο εξαιτίας της συνηθισμένης πλέον πρακτικής "τσελεμεντέ" που εφαρμόζεται στη διδασκαλία της κορωνίδας των μαθημάτων· της έκθεσης. Είναι ο κίνδυνος της συρρίκνωσης της κριτικής ικανότητας των μαθητών, της άμβλυνσης της διάνοιάς τους, του εθισμού τους στην υποταγή, της καταστολής των αντιδράσεών τους, της περιστολής της ελευθερίας τους, της αφαίρεσης των δικαιωμάτων τους. Είναι ο κίνδυνος της διάπλασης πολιτών του καναπέ, που θα ρουφάνε σαν το ανόητο σφουγγάρι ό,τι τους σερβίρει η τουβούλα (ο οιωνεί θεσμικός διεπαφέας μεταξύ εξουσίας και… σφουγγαριού), αντί ενεργοί πολίτες, σφυρηλατούμενοι καθημερινά στο καμίνι της ταξικής πάλης, να αναζητούν την αλήθεια και να παλεύουν για το δίκιο.

Ας μην είμαστε ανεκτικοί απέναντι σε τέτοιες καταστάσεις. Ας αφήσουμε τη δεύτερη δουλειά και ας σταθούμε δίπλα στα παιδιά μας για να τα καθοδηγήσουμε στον δρόμο τον σωστό, ακόμη κι αν η διδαχή μας αυτή εναντιώνεται στη διδαχή της συρρίκνωσης που προσφέρει το σχολείο ή, μάλλον, ιδίως όταν εναντιώνεται!

Υ.Γ.: Εγώ, προχωρημένης πλέον ηλικίας, έτσι έπραξα με τα παιδιά μου. Η προτροπή μου σήμερα απευθύνεται και προς αυτά.