ποιος θα πονεί, ποιος θα πονεί,
μανούλα μου
«Μπαμπά μου, τι έχεις;» ρωτάει η κόρη μου. Από κοντά και η καλή γυναικούλα μου: «Τι σ' απασχολεί, αγάπη μου;» Ήξερα ότι αν απαντούσα «Τίποτα» καμία τους δεν θα έπειθα, αλλά το έκανα· όχι για να τις ξεγελάσω, ασφαλώς, αλλά διότι γνώριζα ότι με τις ερωτήσεις τους ήθελαν πριν απ' όλα να υποδηλώσουν ότι βρίσκονται δίπλα μου, ενδιαφέρονται για μένα και με στηρίζουν. Ήξερα ακόμη ότι όσο ήθελαν να ξεδίπλωνα τις σκέψεις μου και να τις μοιραζόμουνα μαζί τους άλλο τόσο ήσαν έτοιμες να σεβαστούν τη σιωπή μου, και ότι άφηναν εμένα να επιλέξω. Εξάλλου, μήπως δεν ήξεραν τι σκέπτομαι; Τόσες και τόσες φορές πια τα τελευταία χρόνια, μετά την επιδρομή του Αλάριχου, τα 'χουμε πει και ξαναπεί Διχογνωμία δεν έχει υπάρξει ανάμεσά μας. Και ξέρουμε πολύ καλά να εκτιμάμε πότε το 'χουμε ανάγκη να κουβεντιάσουμε και πότε μάς είναι πιο πολύτιμη η σιωπή αναμεταξύ μας, όταν φτάνει μια ματιά να τα πει όλα με τον καλύτερο τρόπο.
Όμως, αγαπημένες μου, αφού σας καληνύχτησα κι έμεινα μόνος μου μπροστά στον εξομολογητή μου (Intel inside), ακούστε με τι έχω να σας πω· ακούστε με τι δεν σας είπα. Ναι, είναι ό,τι ακριβώς έχετε μαντέψει!
Αύριο το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό (τ.έ. πειθαρχημένο;) Συμβούλιο (σαν έγκαυμα δευτέρου βαθμού
Τι θα γίνει, λοιπόν, αύριο;
Ίδωμεν. Κοντός ψαλμός, αλληλούια. Ες αύριον