Παρασκευή, Μαρτίου 30, 2007

Η ΥΒΡΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΒΡΙΣΙΜΟ (Η Προσβολή και η Απάντηση ή Η Προσήλωση στο Καθήκον)

Το "θηρίο" δεν το είχα ούτε καν αντικρίσει ακόμη. Μα δεν μου έμενε καμιά αμφιβολία για την αγριότητά του· με είχαν, άλλωστε, με τον τρόπο τους όλοι (και όλα) προϊδεάσει γι' αυτό. Και να τώρα που με οδηγούσαν εμπρός του! Ο υπάλληλος άνοιξε μια θεόβαρια και πανύψηλη σιδερένια πόρτα που έγραφε με πελώρια κόκκινα γράμματα «ΑΔΙΕΞΟΔΟ»! Ένα σκοτεινό και παγωμένο κλιμακοστάσιο πρόβαλε τότε. Οδηγούσε στον πάνω όροφο κι απομονωνόταν κι εδώ από τους υπόλοιπους χώρους με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως και στον κάτω όροφο, με μια ίδια θωρακισμένη σιδερόπορτα. Βγαίνοντας στον όροφο, η απαίσια πόρτα έκλεισε πίσω μου —μου φάνηκε σάμπως οριστικά και αμετάκλητα— και φάνηκε πάνω της γραμμένη η αδυσώπητη μοίρα μου, με τα ίδια πάλι πελώρια κόκκινα γράμματά της: ΑΔΙΕΞΟΔΟ! Βρέθηκα έτσι εγκλωβισμένος για τα καλά στα ενδότερα αυτής της καφκικής σύλληψης φυλακής, στο σκοτεινό βάθος του απαίσιου λαβύρινθου αυτού του βιομηχανικής τεχνοτροπίας γκρίζου, μουντού και παγερού κτηρίου που κατ' ευφημισμό το λένε δικαστικό μέγαρο, με τους ασοβάντιστους τοίχους του ανελέητα σκληρούς να με περισφίγγουν, σαρκάζοντάς με με την απεχθή όψη τους, άλλοτε με το σταχτί εμφανές μπετόν τους κι άλλοτε με τα ανεπίχριστα κίτρινα συμπαγή τούβλα τους. Ένιωσα εκμηδενισμένος, ανυπεράσπιστος αιχμάλωτος του ύπουλου, αόρατου εχθρού μου. Η αδικία, αυτή τη φορά πιο προκλητικά από κάθε προηγούμενη, στέκει με αναίδεια αντικρύ μου, ίδια μισητή σαν τους τοίχους, σαν τα τείχη μου. Έτσι, ο Αλάριχος έχει πια στη φαρέτρα του όλα τα όπλα (π.χ. Καβάλας, Αδελφίνι, Άνδρου Λιγδάκης, Άνδρου Λιγάκης, οι τρεις μέγιστοι φωστήρες της τρισηλιθίου θεότητος, Αγριόγατες και Αγιόγατες, πάπιες και παπιά, οχιές του είδους «esc evil», νικήτες, μπάλες, παππάδες, κύνες, κοινές, γκίνιες κ.λπ.) κι ακόμη πιο πολλά, ως και αυτή την ίδια την Αδικία, για να συνθλίψει όποιον τολμήσει να του σταθεί εμπόδιο.

Στον όροφο αυτόν βρισκόταν η φωλιά–γραφείο του "θηρίου". Ο υπάλληλος μ' άφησε να το περιμένω έξω στον διάδρομο, απέναντι από τη σιδερόπορτα, αυτή που έδινε οδυνηρή υλική υπόσταση στο ΑΔΙΕΞΟΔΟ —το δικό μου…

Ήταν άραγε μέσα το "θηρίο"; Ήταν στη φωλιά–γραφείο του; Κάποιες φήμες έλεγαν πως ο Λεωνίδας το ερέθισε με τη στάση του και πως αυτή την ώρα κατάστρωνε σχέδιο πώς να τον εκδικηθεί. Άντε, λοιπόν, να είναι και εξαγριωμένο όταν θα με φωνάξει να πάω —υποχρεωτικά! ΑΔΙΕΞΟΔΟ, βλέπετε!— στη φωλιά του. Ξανά περιέπεσα στην, τόσο γνώριμή μου πια, κατάσταση κατάθλιψης μα και οργής· λύπης μα και θυμού· οίκτου μα και λύσσας για αντεκδίκηση· αδυναμίας μα και δύναμης· αηδίας για τα σκατά που μ' έχουν πνίξει μα και περιχαράκωσης στον κόσμο τον δικό μου· αγανάκτησης, απέχθειας, αποστροφής, μίσους… μίσους… μίσους… σκοτοδίνης… Στον διάολο, πια! Αλήτες! Ελεεινοί! Αχρείοι! Γιατί ν' ασχολούμαι μαζί σας, ε; Γιατί; Γιατί να μην ασχολούμαι με ό,τι μ' ευχαριστεί; Γιατί να χάνω, να έχω χάσει ήδη, τόσα πολύτιμα χρόνια από τη ζωή μου ασχολούμενος μ' εσάς, σιχαμερά σκουλήκια; Ποιος θα μου τα δώσει πίσω αυτά τα χαμένα χρόνια μου; Ποιος θα μου δώσει ξανά τον εαυτό μου όπως ήταν πριν τον αγγίξετε σεις, διεστραμμένα, βρομερά καθάρματα; Φύγετε, φύγετε, φύγετε από μπρος μου!…

Τ' αφτιά μου βουίζουν, το κεφάλι μου κουδουνίζει… Κάποιος όμως άξαφνα με συνεφέρνει. Είναι ο δικηγόρος μου, ο άνθρωπος που με βοηθάει ν' αποδείξω απέναντι στους τυφλούς —όπως θέλουν να είναι— δικαστές μου ότι… δεν είμαι απατεώνας —χωρίς πάντως επιτυχία μέχρι σήμερα… Μου αναμεταδίδει, λοιπόν, το ακόλουθο περιστατικό:

    Κατεβαίνοντας, μου λέει, πριν από λίγο με το ασανσέρ, για να βγει προς στιγμή από το κτίριο, συναντήθηκε στην καμπίνα με έναν συνάδελφό του και ανταλλάξανε δυο–τρεις κουβέντες έως ότου φτάσουν στο ισόγειο. Ο συνάδελφός του ρώτησε τον δικηγόρο μου:
    —Ποια υπόθεση έχετε αναλάβει;
    —Μιαν υπόθεση του νοσοκομείου της Θλίβας.
    —Α! Αυτή με τις προμήθειες, ε; Και ποιανού είσθε δικηγόρος; Του Αλάριχου;
    —Όχι. Ενός φουκαρά, του Παραδέα…
    —Ε, όχι δα! Δεν είναι και τόσο φουκαράς!
Τι του λες τώρα; Φτιάχνεσαι ή δεν φτιάχνεσαι χειρότερα (καλύτερα…) απ' ό,τι ήσουν;

Με τα νεύρα μου τεντωμένα σαν σύρματα, τα μηνίγγια μου να χτυπούν έτοιμα να σπάσουν και τα δόντια μου σφιγμένα, αισθάνομαι όσο πρέπει έτοιμος να αντιμετωπίσω το "θηρίο". Και να που δεν αργεί αυτή η στιγμή. Με φωνάζουν «να περάσω»! Εκεί όπου το "θηρίο" νιώθει απόλυτη σιγουριά· εκεί όπου έχει την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να καμώνεται πως είναι ό,τι ποτέ του δεν θ' αξιωθεί να γίνει· εκεί όπου η ποταπότητά του νομίζει ότι αποκτά διαστάσεις Τιτάνα· εκεί όπου εν τέλει το συμπλεγματικό αυτό ανθρωποειδές κτήνος συνηθίζει να κατασπαράζει το άτυχο θύμα–θήραμά του. Στην κρυψώνα του. Λέτε να είμαι κακεντρεχής, καχύποπτος, πεσιμιστής, υπερβολικός; Πόσες φορές δεν έτυχε σε ανάλογες περιστάσεις ν' ακούσω απ' τους γύρω μου δικούς μου ανθρώπους να προσπαθούν να με "συνεφέρουν", να με "εκλογικεύσουν", λέγοντάς μου «Βρε παιδί μου, μήπως τα παραλές; Μήπως τα βλέπεις μαύρα; Μήπως είσαι προκατειλημμένος;» και άλλα παρόμοια!… Δυστυχώς όμως στην περιπέτεια που μ' έριξαν η βαρβαρότητα του επιδρομέα, από τη μία, και η ανικανότητα και η ολιγωρία (ο ύπνος…) αυτών που είχαν την ευθύνη να τον αποκρούσουν και να προστατεύσουν ό,τι πολύτιμο κι ιερό έπεισαν τον κοσμάκη να τους το εμπιστευθεί, από την άλλη, σ' αυτή την περιπέτειά μου, λοιπόν, έχει επανειλημμένα αποδειχθεί ότι ακόμα και οι χειρότερες κάθε φορά προβλέψεις μου ωχριούσαν σ' αυτό που τελικά εμφανιζόταν μπροστά μου. Το ίδιο έγινε κι εδώ, μπροστά στο "θηρίο".

Το χοντρό του δέρμα το σκέπαζε ένα περιποιημένο στην εντέλεια γκρίζο τρίχωμα. Ύφος επιτηδευμένα βαρύγδουπο, ελάχιστες κινήσεις κι αυτές νωθρές, βρυχηθμός τραχύς, αργόσυρτος, όψη παγερή, απωθητική, βλέμμα διψασμένου αιμοβόρου. Μια άγρια, επιθετική αρκούδα, μαζεμένη σ' έναν απειλητικό, πελώριο, γκρίζο όγκο, έτοιμη από στιγμή σε στιγμή να εκτιναχθεί σαν ελατήριο καταπάνω μου, απλώνοντας τα χέρια και τα πόδια της, τεντώνοντας τα νύχια της, βγάζοντας φωτιές από τα μάτια της και ανοίγοντας διάπλατα το στόμα της με τα κοφτερά του δόντια για να με ξεσκίσει, να με κατασπαράξει. Κάτι όμως δεν της κάθεται καλά. Έχει μπροστά της μια γαβάθα, έχει και το μαχαίρι, έχει και το πιρούνι, αλλά… Μουρμουρίζει κάμποσες φορές κάποια λόγια, μάλλον βλαστημάει ή καταριέται, κάτι φαίνεται ότι τη στενοχωρεί, κάποια απρόβλεπτη αναποδιά μάλλον την εμποδίζει να κορέσει την κτηνώδη όρεξή της. Μου φαίνεται σαν να λέει —τάχα— ότι της έδωσαν πολύ μικρή γαβάθα και πού να με χωρέσει, πού να με βολέψει. Κοιτάζει με αμηχανία τη γαβάθα, τη γυρίζει πότε από τη μία μεριά πότε από την άλλη, ψάχνει, μετράει, εξετάζει, αλλά τίποτα δεν βγαίνει. Το βλέπει ότι της είναι, δυστυχώς, αδύνατο να με χωρέσει μέσα σ' αυτήν και απογοητεύεται. Δεν μπορεί να κρύψει την κακία της, αυτό είναι προνόμιο —όχι τιμητικό— των ανθρώπων μονάχα. Αυτή όμως, ως κτήνος, εκδηλώνεται. Βράζει, μουγκρίζει, κατακεραυνώνει με βλέμμα δολοφονικό, απειλεί, χτυπάει:

    —Χμ… Εσείς εδώ κατηγορείσθε μονάχα για παράβαση καθήκοντος… Μονάχα μία κατηγορία σάς έχει απαγγελθεί…
    —… (από μέσα μου) Τι κρίμα! Δεν μου γαμιέσαι, ρε μαλάκα!
    —Τι να κάνω, έχετε μονάχα ένα αδίκημα και μάλιστα πλημμέλημα. Αυτό τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο χρόνια. Άντε να γίνουν πέντε τα χρόνια, επειδή είναι κατά συνήθεια και εκ δόλου. Όμως εγώ δεν μπορώ τώρα να σας απαγγείλω κράτηση.
    —… (από μέσα μου) Τι τέρας, θεέ μου! Έτσι μου 'ρχεται να δώσω έναν σάλτο, ν' ανέβω στο γραφείο του και ν' αρχίσω να ρίχνω απανωτές κλοτσιές σ' αυτό το απαίσιο κεφάλι! Κτήνος!… κτήνος!… κτήνος!… Θα συγκρατηθώ ως το τέλος ή θα ορμήξω και… γαία πυρί μιχθήτω; Μ' έχει ήδη φυλακίσει ο άθλιος και παίζει με τα χρόνια της (επαπειλούμενης από την αφεντιά του) φυλάκισής ΜΟΥ, σαν να είναι χάντρες του κομπολογιού του, και του βγαίνουν λίγες τού παλιανθρώπου!
    —Εσείς καθορίζατε τα είδη που θα προμηθευόταν το νοσοκομείο;
    —(βράζοντας) Όχι. Τα είδη ήσαν καθορισμένα και γινόντουσαν διαγωνισμοί για την προμήθειά τους. Εγώ ήμουν μέλος των επιτροπών διαγωνισμού.
    —Δηλαδή, εσείς αξιολογούσατε τις προσφορές, ποιο είναι καλό και ποιο όχι, και άρα ποιο θα αγοραστεί.
    —(από μέσα μου) Τώρα να τον φτύσω τον σιχαμένο; Τον χαβά του, βρε γαμώτο! (μεγαλόφωνα) Όχι εγώ, η επιτροπή.
    —Εσείς όμως είστε μηχανολόγος ηλεκτρολόγος. Επομένως εσείς ξέρετε καλύτερα απ' όλους τα μηχανήματα.
    —Πώς το λέτε αυτό; Είναι δυνατόν εγώ να ξέρω, ας πούμε, τα αναισθησιολογικά συγκροτήματα καλύτερα από τον αναισθησιολόγο γιατρό; Αυτός τα δουλεύει καθημερινά επί χρόνια. Εγώ τα έχω δει δυο–τρεις φορές όλες κι όλες στη ζωή μου και δεν έχω ιδέα πώς να τα θέσω σε λειτουργία.
    —Ε, καλά τώρα!
    —… (από μέσα μου) Καλάμια και παλούκια, χοντρομαλάκα!
    —Ξέρουμε δα πώς λειτουργούν οι επιτροπές!
    —Εγώ δεν σας είπα ότι ξέρουμε δα πώς λειτουργεί η Δικαιοσύνη!
    —Ξέρετε πόσα νοσοκομεία έχουν ζημιωθεί από τις προμήθειες που έγιναν;
    —Όχι, μόνο τον Αλάριχο ξέρω να λέει ότι έχει ζημιωθεί!
    —Τέλος πάντων, εγώ τώρα δεν μπορώ να σας κρατήσω με αυτή την κατηγορία που σας έχει απαγγελθεί. Αν μελετήσω τη δικογραφία, δεν ξέρω, μπορεί να σας απαγγείλω κι άλλες κατηγορίες. Και τότε θα δούμε.
    —(εκτός εαυτού, πλέον) Δεν κατάλαβα. Δηλαδή δεν υπάρχει περίπτωση να διαπιστώσετε, όταν μελετήσετε τη δικογραφία, ότι δεν στέκει ούτε αυτή η μία κατηγορία εναντίον μου;
    —Μα αυτή σάς έχει ήδη απαγγελθεί.
    —Και οι άλλες δεν μου έχουν απαγγελθεί! Για ποιον λόγο και με ποιο σκεπτικό μού επισείετε ως φόβητρο μια δυσμενή για μένα εξέλιξη, και αποφεύγετε να αναφέρετε την ακριβώς αντίθετη εξέλιξη, την ευμενή για μένα, να πεισθείτε ότι δεν πρέπει να με βαρύνει καμία κατηγορία; Για ποιον λόγο, τελικά, ήρθα εδώ, σε σας; Για να με εκφοβίσετε; Και σε ποιον, παρακαλώ, απευθύνεστε; Ποιον νομίζετε πως έχετε απέναντί σας; Δεν είναι άνθρωπος αυτός; Δεν υπάρχει περίπτωση να έχει ταλαιπωρηθεί και να εξακολουθεί να ταλαιπωρείται χωρίς να φταίει; Πρέπει να το αποκλείετε αυτό πριν καν εγώ απολογηθώ; Ειλικρινά, είμαι πολύ περίεργος να μου πείτε εσείς τι πρέπει εγώ να συμπεράνω από τη στάση σας.
Στο σημείο αυτό παρεμβαίνει ο δικηγόρος μου, για να κατευνάσει τα πνεύματα, να αμβλύνει την οξύτητα και να αποτρέψει ενδεχομένως τα χειρότερα, λέγοντας ότι πρέπει να γίνει κατανοητή η έκρηξή μου, διότι έχω ταλαιπωρηθεί αφάνταστα όλον αυτόν τον καιρό κ.λπ. κ.λπ. Η αρκούδα αναδιπλώθηκε. Κατάλαβε ότι προχώρησε περισσότερο απ' όσο την έπαιρνε και ότι έχει να κάνει με σκληρό αντίπαλο. Μάλλον θα πρέπει να προετοιμαστεί καλύτερα για την επόμενη φορά —αλίμονό μου!… Προς το παρόν το πήρε απόφαση ότι αυτή τη φορά τής ξέφυγα. Ήδη αρκετά μαλακωμένη, καταφέρνει μόλις να κάνει κάποιες αστείες προσπάθειες κάτι τάχα να συμμαζέψει απ' ό,τι ξαμόλησε πριν από λίγο —στάχτη στα μάτια, δηλαδή… Κάτι φαίνεται να ψελλίζει:
    —Αούγκιγκι αούγκιγκι μπάγκαλα γκαουγκαγκά…
    —…
    —Βάσει του νόμου, λοιπόν, γι' αυτό το αδίκημα δεν μπορώ να σας κρατήσω, είστε ελεύθεροι.

Μ' αυτά και μ' αυτά, ακλόνητα προσηλωμένος στο καθήκον μου καθώς είμαι, κατά πάγια συνήθειά μου και άνευ δόλου, πολύ φοβάμαι πως είναι λίαν ενδεχόμενο, αν τύχει κάποια μέρα να συναντήσω κανένα θηρίο στον δρόμο μου, να την πατήσω άσχημα και να διαπράξω γκάφα ασυγχώρητη, σπεύδοντας να του πω: «τον κακό σας τον καιρό και τον ανάποδο, κύριε υπουργέ (ή κύριε δήμαρχε ή κύριε εισαγγελέα ή…)»!!! Θεός φυλάξοι!


Ταύτα γέγραφα τελευτώντος μηνός Αμαρτίου και αμαρτίαν ουκ έχω.